πασατέμπος,
ο κ. πασατέμπο,
το, ουσ. [<ιταλ. passa-tempo (= περνάει η ώρα)]. 1.
καβουρντισμένοι κολοκυθόσποροι, τα σπόρια που τρώει ο άνθρωπος μηχανικά για να
περνάει την ώρα του. 2. υποτιμητικός χαρακτηρισμός ατόμου: «έχω κι έναν
πασατέμπο στην πολυκατοικία μας, που τον παίρνω μαζί μου κάθε φορά που χάνομαι
με τους φίλους μου». (Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα
παραμύθια σου τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος
σου για να περνάει η ώρα). Από το ότι ο πασατέμπος είναι από τους πιο
φτηνούς ξηρούς καρπούς χωρίς καμιά ιδιαίτερη θρεπτική αξία και συνήθως τρώγεται
από κάποιον για να ξεχαστεί, για να περάσει την ώρα του·
- για
πασατέμπο, για να περνάει η ώρα: «απ’ τη μέρα που βγήκε στη σύνταξη, άνοιξε
ένα μικρό ψιλικατζίδικο στη γειτονιά του, έτσι για πασατέμπο». (Λαϊκό τραγούδι:
κι όταν θα σμίξεις με το μάγκα π’ αγαπάς, να μην του πεις ότι για
πασατέμπο μ’ είχες)·
- είναι
για μένα πασατέμπο(ς), μου είναι πάρα πολύ εύκολο να κάνω αυτό που λες:
«αυτό που μου ’βαλες να κάνω, είναι για μένα πασατέμπος»·
- το
’χω (για) πασατέμπο, το
κάνω για να περάσω την ώρα μου, χωρίς να το αξιολογώ ή να το σπουδαιολογώ, κάνω
συχνά κάτι που δεν το θεωρώ πια εξαιρετικό: «εγώ το σινεμά το ’χω πασατέμπο,
γιατί πηγαίνω τρεις φορές τη βδομάδα || το καλοκαίρι, Θεσσαλονίκη Χαλκιδική, το
’χω πασατέμπο, γιατί πηγαίνω σχεδόν κάθε απόγευμα».