πασάς,
ο, ουσ.
[<τουρκ. paşa (= τίτλος Τούρκου αξιωματούχου που συμμετέχει στην ανώτατη
στρατιωτική ή πολιτική ιεραρχία)], ο πασάς. 1. αυτός που είναι ευχαριστημένος
από τη ζωή του, γιατί ζει μέσα στις ανέσεις και στις υλικές απολαύσεις. (Λαϊκό
τραγούδι: έτσι την περνάνε όλοι οι πασάδες του ντουνιά, με χαρές και
με ξενύχτια, μ’ αγκαλιές και με φιλιά). 2. γυναίκα πολύ όμορφη, πολύ
εντυπωσιακή: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον πασά, μου τρέχουν τα σάλια». (Λαϊκό
τραγούδι: εσύ, πασά μου, φάε και πιες και γλέντα σαν κυρία και
καθαρίζω εγώ για σε μ’ όλη την κοινωνία).Υποκορ. πασάκας, ο (βλ. λ.)·
- είμαι
πασάς, α. είμαι ευχαριστημένος από τη ζωή μου, ζω μέσα σε ανέσεις
και σε υλικές απολαύσεις: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, είμαι πασάς». β.
είμαι βολεμένος, τακτοποιημένος επαγγελματικά: «τώρα που μπήκα κι εγώ στο
δημόσιο, είμαι πασάς»·
- είμαι
πασάς στα Γιάννενα, α. είμαι πολύ ευχαριστημένος από τη ζωή μου, ζω
μέσα σε σπάνιες ανέσεις και έντονες υλικές απολαύσεις: «έχω κερδίσει τόσα πολλά
χρήματα απ’ το εμπόριο, που είμαι πασάς στα Γιάννενα». β. είμαι απόλυτα
βολεμένος, απόλυτα τακτοποιημένος: «απ’ τη μέρα που μπήκα στην τράπεζα, είμαι
πασάς στα Γιάννενα». Αναφορά στον Αλή πασά της Ηπείρου·
- ζει
σαν πασάς, ζει μέσα στην άνεση και την καλοπέραση: «δούλεψε σκληρά στη ζωή
του, αλλά τώρα ζει σαν πασάς»·
- κάθεται
σαν πασάς, κάθεται κάπου με πολύ αναπαυτικό τρόπο: «μόλις φάει, κάθεται σαν
πασάς μπροστά στην τηλεόραση κι απολαμβάνει το πρόγραμμα»·
- πασά
μου! ή πασάκα μου! α. προσφώνηση αγάπης ή τρυφερότητας γονιού
προς το αγόρι του, από γυναίκα προς τον εραστή ή προς το σύζυγό της, αλλά και
από άντρα προς την ερωμένη ή προς τη σύζυγό του: «ό,τι πεις εσύ, πασά μου».
(Λαϊκό τραγούδι: εσύ, πασά μου,φάε και πιε και γλέντα σαν
κυρία και καθαρίζω γω για σε μ’ όλη την κοινωνία). β. θαυμαστική
προσφώνηση σε όμορφη γυναίκα, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας.
(Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα κόσμε ένα κορμί, που μπήκε μες το μαγαζί, αμάν,
πασά μου, θα τρελαθώ, ως και τα ρούχα μου πουλώ)·
- περνάει
σαν πασάς ή την περνάει σαν πασάς, βλ. φρ. ζει σαν πασάς·
- σαν
πασάς, σύμφωνα με τον τρόπο, με τη ζωή του πασά, άνετα, ευχάριστα, πλούσια:
«πώς ζει απ’ τη μέρα που κέρδισε στο τζόκερ; -Σαν πασάς»·
- τη
βγάζει σαν πασάς, βλ. φρ. ζει σαν πασάς·
- τον
έχει σαν πασά, τον αγαπάει τόσο πολύ, που δεν του χαλάει χατίρι, που του
πραγματοποιεί όλες του τις επιθυμίες: «είναι τόσο ερωτευμένη μαζί του, που τον
έχει σαν πασά».