παρτίδα,
η, ουσ.
[<βενετ. partida <ιταλ. partita]. 1. η ολοκληρωμένη
διαδικασία ενός πνευματικού, τυχερού παιχνιδιού ή χαρτοπαιγνίου: «παίξαμε μια
παρτίδα σκάκι || παίξαμε μια παρτίδα κουμκάν». 2. (ειδικά για τάβλι)
πέντε ή εφτά παιχνίδια από τα οποία αναδεικνύεται ο νικητής: «παίξαμε μια
παρτίδα τάβλι κι έχασα». 3. μέρος ενός όλου, ιδίως εμπορεύματος ή
προσώπων: «η αποστολή του εμπορεύματος θα γίνει σε τρεις παρτίδες || η πρώτη
παρτίδα των τουριστών κατέλυσε στο ξενοδοχείο». 4. στον πλ. οι
παρτίδες, οι κοινωνικές σχέσεις ή οι εμπορικές δοσοληψίες, το πάρε δώσε, το
αλισβερίσι, το νταραβέρι: «οι παρτίδες μας τον τελευταίο καιρό περνούν κρίση». (Λαϊκό
τραγούδι: τις παλιές σου τις παρτίδες μ’ έβαλες να καθαρίσω κι
οπωσδήποτε για σένα φυλακή θα καταντήσω). Υποκορ. παρτιδίτσα κ. παρτιδούλα,
η. (Λαϊκό τραγούδι: γουστάρεις για να παίξουμε μαζί μια παρτιδούλα, πιάσε
τα ζάρια όμορφα και άσε τη μανούρα)·
- ανοίγω
παρτίδες, α. δημιουργώ κοινωνικές ή εμπορικές σχέσεις με κάποιον ή
κάποιους: «άνοιξα παρτίδες με τους διπλανούς μας || με τον τάδε έμπορο έχω
ανοίξει παρτίδες πριν από έναν μήνα». β. δημιουργώ προσωπικές διαφορές
με κάποιον, ανοίγω λογαριασμούς με κάποιον: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως τον
κατηγόρησε, άνοιξε παρτίδες με τον τάδε». (Λαϊκό τραγούδι: παρτίδες
αδερφάκι μου θ’ ανοίξουμε και την παλιά φιλία μας θα σβήσουμε). γ.
δημιουργώ φιλικό ή ερωτικό δεσμό: «επειδή ήταν καλό παλικάρι, άνοιξα παρτίδες
μαζί του || κουράστηκα, μέχρι να την πείσω, αλλά στο τέλος άνοιξα παρτίδες με
την τάδε». δ. αρχίζω μια σχέση με κάτι: «απ’ τη μέρα που άνοιξε παρτίδες
με τα ναρκωτικά, πάει κατά διαβόλου»·
- έχω
ανοιχτές παρτίδες (με κάποιον), έχω προσωπικές διαφορές με κάποιον: «δε θα
’ρθω μαζί σας, γιατί έχω ανοιχτές παρτίδες με τον τάδε που έχετε στην παρέα
σας»·
- έχω
παρτίδες (με κάποιον ή κάποιους), α. διατηρώ κοινωνικές σχέσεις με
κάποιον ή κάποιους: «δεν έχω παρτίδες με τους διπλανούς μας». β. διατηρώ
εμπορικές δοσοληψίες με κάποιον ή κάποιους, έχω πάρε δώσε, αλισβερίσι,
νταραβέρι: «μέσα στην αγορά έχω παρτίδες με τους περισσότερους εμπόρους». γ.
(και για τα δυο φύλα) διατηρώ ερωτικές σχέσεις: «μην την πειράζεις, γιατί έχει
παρτίδες μ’ έναν φίλο μου». (Λαϊκό τραγούδι: μια φορά δε μ’ έχεις βγάλει
ασπροπρόσωπο, τώρα έχεις και παρτίδες μ’ άλλο πρόσωπο). δ.
(γενικά) έχω σχέση, έχω σχέσεις με κάτι: «από μικρό παιδί έχω παρτίδες με
το υποβρύχιο ψάρεμα». (Τραγούδι: γλέντα, τη ζωή σου γλέντα, γλέντα, και μη
λες κουβέντα, όσοι έχουνε παρτίδες με ρετσίνα και φιλιά, τους ξεχνάνε οι
ρυτίδες και τα γκρίζα τα μαλλιά)·
- κόβω
παρτίδες, α. διακόπτω τις κοινωνικές ή τις εμπορικές σχέσεις με
κάποιον ή με κάποιους: «απ’ τη στιγμή που αντιλήφθηκαν πως δεν υπήρχε αμοιβαία
εμπιστοσύνη στις σχέσεις τους, έκοψαν παρτίδες». β. διαλύω το φιλικό ή
ερωτικό μου δεσμό: «αναγκάστηκα να κόψω παρτίδες μαζί του, γιατί συνεχώς με
κατηγορούσε || απ’ τη μέρα που την έπιασα με άλλον, έκοψα παρτίδες μαζί της»·
-
σώζω την παρτίδα,
α.(στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου)
κατεβάζω ένα συνδυασμό, ώστε να προλάβω κάποιον να μην κατεβάσει και πάρει το
κόλπο: «αν μπορείς σώσε την παρτίδα, γιατί ο τάδε είναι έτοιμος να βγει και να
πάρει το κόλπο». β. ενεργώ με τέτοιο τρόπο ώστε να αποσοβήσω κάποια
καταστροφή: «ευτυχώς, με τα λεφτά που του έδωσε ο φίλος του, έσωσε την παρτίδα,
γιατί γλίτωσε τη χρεοκοπία»·
- του
τα ’πα φόρα παρτίδα, βλ. λ. φόρα2.