απάτη,
η, ουσ.
[<αρχ. ἀπάτη], η απάτη. 1α. (για πρόσωπα) αυτός που με δόλο ή ψέμα
εξαπατά τους άλλους για προσωπικό του όφελος, ο απατεώνας: «στο λέω πως θα
μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι μεγάλη απάτη». β. (για
πράγματα) αυτό που έχει παραπλανητικά καλή εμφάνιση, ενώ είναι κακής ποιότητας:
«στη βιτρίνα φαινόταν μια χαρά, αλλά αποδείχτηκε απάτη». γ. οτιδήποτε
δεν είναι καλής ποιότητας: «αγόρασα μια φτηνή τηλεόραση, αλλά ήταν σκέτη
απάτη». 2. ειρωνική, επιτιμητική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο: «ου να
μου χαθείς απάτη, σαν δεν ντρέπεσαι λίγο! || έλα δω, ρε απάτη, που σε ψάχνω απ’
το πρωί!». (Λαϊκό τραγούδι: απάτη Γιωργάκη, με τζουραδάκι)·
- απάτη
το μπαμπάκι, (στη νεοαργκό) α. λέγεται στην περίπτωση που εκτιμούμε
λανθασμένα θετικά κάποιον ή κάτι: «όσο ήταν καθισμένη, φαινόταν μια χαρά κοπέλα,
αλλά, μόλις σηκώθηκε, απάτη το μπαμπάκι, φίλε μου, γιατί είχε κάτι πόδια σαν
παρένθεση || αγόρασα για χρυσό αυτό το ρολόι από έναν ναυτικό, αλλά απάτη το
μπαμπάκι, γιατί αυτό είναι μπρούτζος». β. (για άντρες) λέγεται στην
περίπτωση που αποδεικνύεται κακός εραστής ή ανίκανος να επιβάλει τη σεξουαλική
πράξη: «πήρε την γκόμενα στην γκαρσονιέρα, αλλά όσο κι αν προσπάθησε, απάτη το
μπαμπάκι». Αναφορά σε μεγάλη απάτη με την παραγωγή και τη διακίνηση βαμβακιού.
Συνών. μάπα το καρπούζι.