παρονομαστής,
ο, ουσ.
[<μτγν. παρονομαστής], ο παρονομαστής·
- βρήκαμε
έναν κοινό παρονομαστή, βρήκαμε ένα σημείο προσέγγισης, επαφής για να
μπορέσουμε να αναπτύξουμε μια συνομιλία, ιδίως μια συνεργασία: «όταν αφήσαμε
κατά μέρος τους εγωισμούς, βρήκαμε έναν κοινό παρονομαστή και μπορέσαμε να
συνεταιριστούμε»·
- βρισκόμαστε
στον ίδιο παρονομαστή, βλ. φρ. είμαστε στον ίδιο παρονομαστή·
- είμαστε
στον ίδιο παρονομαστή, είμαστε, βρισκόμαστε στην ίδια κατάσταση, στο ίδιο
επίπεδο, καλό ή κακό: «από λεφτά είμαστε στον ίδιο παρονομαστή || από φτώχεια
είμαστε στον ίδιο παρονομαστή || κάναμε τόσο κόπο για να στήσουμε τη δουλειά κι
από μια στραβοτιμονιά είμαστε πάλι στον ίδιο παρονομαστή»·
- καταλήξαμε
στον ίδιο παρονομαστή, μετά από ένα διάστημα διαφωνιών επήλθε ταυτότητα
απόψεων: «οι διαπραγματεύσεις ήταν σκληρές, αλλά στο τέλος καταλήξαμε στον ίδιο
παρονομαστή και κλείστηκε η συμφωνία»· βλ. φρ. είμαστε στον ίδιο
παρονομαστή.