παρόν,
το, ουσ.
[<αρχ. παρόν, ουδ. της μτχ. παρών του ρ. πάρειμι], η τωρινή κατάσταση, ο
τωρινός χρόνος σε αντιδιαστολή με το παρελθόν και το μέλλον: «δεν ξέρω για το
παρελθόν του, αλλά το παρόν του με πείθει ότι είναι καλός άνθρωπος || το παρόν
και το μέλλον της επιχείρησης εξαρτάται από την εργατικότητα όλων των υπαλλήλων
|| το παρόν και το μέλλον της επιχείρησης βρίσκεται στα χέρια των υπαλλήλων»·
- δεν
είναι του παρόντος, δεν αφορά το χρόνο που διανύουμε αυτή τη στιγμή, αυτή
την ώρα: «αυτό που αναφέρεις δεν είναι του παρόντος και μπορεί να συζητηθεί σε
μια άλλη συνεδρίαση»·
- επί
του παρόντος, όσον αφορά αυτή τη στιγμή που διανύουμε: «δεν ξέρω τι βοήθεια
του υποσχεθήκατε, πάντως επί του παρόντος πεινάει ο άνθρωπος»·
- προς
το παρόν, για τώρα, για την ώρα, προσωρινά: «προς το παρόν δε θα κάνουμε
τίποτα || πάρε αυτά τα λεφτά προς το παρόν και για τα υπόλοιπα βλέπουμε».