παρελθόν,
το, ουσ. [<αρχ.
παρελθόν], το παρελθόν·
-
ανήκει στο παρελθόν (κάποιος ή κάτι), βλ.
φρ. είναι παρελθόν (κάποιος ή κάτι)·
-
αποτελεί παρελθόν (κάποιος ή κάτι), βλ.
φρ. είναι παρελθόν (κάποιος ή κάτι)·
-
είναι παρελθόν (κάποιος ή κάτι), έχει
παρέλθει οριστικά, ανεπιστρεπτί, έχει περάσει στην ιστορία: «αυτή η γυναίκα
είναι παρελθόν για μένα || η δικτατορία είναι παρελθόν για τον τόπο μας»·
- έχει
μαύρο παρελθόν, βλ. φρ. έχει σκοτεινό παρελθόν·
-
έχει παρελθόν, (ιδίως
για γυναίκα), έχει συνάψει παλιότερα πολλές ερωτικές σχέσεις με διάφορους
άντρες: «είναι άνθρωπος της παλιάς σχολής και, μόλις έμαθε πως η γυναίκα που
αγαπούσε είχε παρελθόν, τη χώρισε»·
- έχει
πλούσιο παρελθόν, (και για τα δυο φύλα) πέρασε πολύ έντονη ζωή με ξενύχτια,
γλέντια, διασκεδάσεις και διάφορες ερωτικές περιπέτειες: «κατά κάποιο τρόπο
μπορείς να πεις πως είναι χορτάτος στη ζωή του, γιατί έχει πλούσιο παρελθόν»·
βλ. και φρ. έχει σκοτεινό παρελθόν·
-
έχει σκοτεινό παρελθόν, πέρασε
ύποπτη, παράνομη ζωή: «τώρα είναι καλός και έντιμος άνθρωπος, αλλά λένε, πως
έχει σκοτεινό παρελθόν»·
- φαντάσματα
του παρελθόντος, βλ. λ. φάντασμα.