παρατσούκλι,
το, ουσ.
[<μσν. παρατσούκλιον <ίσως από το σπάν. παρατίτλιον, υποκορ. του
παράτιτλον], ειρωνικό ή κοροϊδευτικό παρανόμι σε άνθρωπο απ’ αφορμή κάποιας
κακιάς ή αστείας ιδιότητάς του, απ’ αφορμή κάποιου σωματικού ή άλλου κουσουριού
του ή απ’ αφορμή του επαγγέλματός του ή κάποιας κακής έξης του. Έτσι αυτός που
έχει μεγάλο κεφάλι λέγεται ειρωνικά κεφάλας, αυτός που έχει μεγάλη μύτη μυταράς,
αυτός που είναι δειλός, φοβητσιάρης χέστης, αυτός που είναι κουτσός κουτσάβλας,
αυτός που κατασκευάζει καζάνια καζάνας κ.λπ. Σε πάρα πολλές
περιπτώσεις, το παρατσούκλι αντικατέστησε το επίσημο επώνυμο·
- του
βγάζω παρατσούκλι ή
του βγάζω το παρατσούκλι, βλ. φρ. του κολλώ παρατσούκλι·
- του
κολλώ παρατσούκλι ή του κολλώ το παρατσούκλι, προβάλλω, διατυμπανίζω
την κακιά ή αστεία ιδιότητα κάποιου και την χρησιμοποιώ αντί του ονόματός του:
«επειδή έχει μεγάλα αφτιά, του κόλλησαν το παρατσούκλι αφταράς».