παράτα1,
η, ουσ. [συγκοπή
της λ. παράταση], η παράταση: «πόση παράτα θέλεις ακόμα για να μου τελειώσεις
τη δουλειά;»·
- δίνω
παράτα, δίνω σε κάποιον επιπλέον από το συμφωνηθέντα χρόνο, προκειμένου να
ανταποκριθεί σε κάποια υποχρέωσή του απέναντί μου: «θέλω να μου δώσεις δυο
μήνες παράτα για να σου τελειώσω τη δουλειά»·
- παίρνω
παράτα, παίρνω από κάποιον επιπλέον από το συμφωνηθέντα χρόνο, προκειμένου
να ανταποκριθώ σε κάποια υποχρέωσή μου απέναντί του: «πήρα παράτα ένα μήνα απ’
την τράπεζα για να ξεχρεώσω το δάνειό μου».