Παρασκευή,
η, ουσ. [<μσν.
Παρασκευή <αρχ. Παρασκευή (= ετοιμασία)], η Παρασκευή·
- άλλ’
αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- είναι
σαν Μεγάλη Παρασκευή, είναι πολύ θλιμμένος, πολύ στενοχωρημένος: «ακόμη δεν
μπορεί να συνέλθει απ’ το θάνατο του πατέρα του και μετά από τόσον καιρό,
εξακολουθεί να είναι σαν Μεγάλη Παρασκευή». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι νύχτα
για να περάσει, δεν είναι μέρα για να διαβεί. Είν’ η ζωή μου σ’ αυτή την πλάση σα
μια Μεγάλη Παρασκευή).Από το ότι τη Μεγάλη Παρασκευή όλη
η χριστιανοσύνη είναι συντετριμμένη, γιατί γίνεται η αποκαθήλωση και ψάλλεται η
ακολουθία του Επιταφίου Θρήνου·
- Παρασκευή
και δεκατρείς (13), ημέρα Παρασκευή και δεκατρείς του μηνός, που κατά τους
Δυτικούς φέρνει μεγάλη γρουσουζιά: «κάθε φορά που είναι Παρασκευή και δεκατρείς,
δε βγαίνει απ’ το σπίτι του απ’ το φόβο μήπως και του τύχει κάτι κακό». Από το
ότι ήταν Παρασκευή και 13 Μαΐου(;) του 1307(;) που ο βασιλιάς Φίλιππος της
Γαλλίας διέταξε τη σφαγή των Ναϊτών ιπποτών. Συνών. Τρίτη και δεκατρείς·
- τις
Παρασκευές, κάθε Παρασκευή, όλες τις Παρασκευές: «τις Παρασκευές το βράδυ
το ’χουμε κανονισμένο με τα παιδιά να βγαίνουμε και να διασκεδάζουμε χωρίς τις
γυναίκες μας».