παράρτημα,
το, ουσ.
[<μτγν. παράρτημα <παραρτῶ (= αναρτώ κοντά)], το παράρτημα· έκτακτη
έκδοση εφημερίδας·
- βγάζω
παράρτημα, κοινολογώ, διαδίδω μυστικό που μου εμπιστεύτηκε κάποιος, ή
διαδίδω επιλήψιμη πράξη κάποιου: «μια φορά του ’πα ένα μυστικό μου κι αυτός
πήγε και το ’βγαλε παράρτημα || μ’ είδε αγκαλιά με την γκόμενα κι αμέσως πήγε
κι έβγαλε παράρτημα στη γυναίκα μου». Αναφορά στο έκτακτο παράρτημα εφημερίδας
για κάποια σπουδαία είδηση ή γεγονός, που διαλαλούσαν παλιότερα οι
εφημεριδοπώλες στους δρόμους. Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έκτακτο.
Πρβλ.: έκτακτο παράρτημα μόλις κυκλοφόρησε βούιξ’ όλη η γειτονιά, σ’ είδε
ο κόσμος όλος χτες το βράδυ που ’χες μπει σε μια κούρσα πονηρή και καθόταν πλάι
σου ο λιμοκοντόρος (Λαϊκό τραγούδι).