παρανομία, η, ουσ. [<αρχ. παρανομία <παράνομος], η παρανομία.
1. δράση πολιτική ή κοινωνική έξω από την ισχύουσα νομιμότητα, η εκτός
νόμου ζωή: «κανένας δεν είχε καλό τέλος με την παρανομία || δεν άντεχα άλλο την
παρανομία και του ζήτησα ή να χωρίσει απ’ τη γυναίκα του ή να χωρίσουμε μεταξύ
μας». (Λαϊκό τραγούδι: τη μέρα στη σκληρή παρανομία, το βράδυ
στα υπόγεια καπηλειά). 2. η απάτη, η λοβιτούρα, οι παράτυπες
πράξεις: «για να μην έχουμε μπλεξίματα με την αστυνομία, δε θέλω παρανομίες στη
δουλειά μου». (Λαϊκό τραγούδι: απ’ τις παρανομίες μου και τα μεγάλα
σφάλματα έπεφτα θύμα συμφοράς και ήμουνα για κλάματα)·
-
βγαίνω στην παρανομία, βλ. φρ. είμαι στην παρανομία·
- είμαι στην παρανομία, δρω πολιτικά ή κοινωνικά έξω από
την ισχύουσα νομιμότητα, ζω ως παράνομος: «τον καιρό της χούντας λίγοι ήμασταν
στην παρανομία»·
-
είναι βουτηγμένος στην παρανομία, έχει πολλές δοσοληψίες με το νόμο,
είναι μεγάλος απατεώνας: «δεν τον κάνει κανένας παρέα, γιατί είναι βουτηγμένος
στην παρανομία»·
- ο δρόμος της παρανομίας, βλ. λ. δρόμος.