παραμύθι, το, ουσ. [<αρχ. παραμύθιον (= παρηγοριά, παραίνεση)],
το παραμύθι. 1. το ψέμα, η ψευτιά: «μας αράδιασε ένα σωρό παραμύθια».
(Λαϊκό τραγούδι: αυτά που λες εγώ τ’ ακούω βερεσέ· τα παραμύθια σου
τ’ ανθίστηκα πια τώρα και το κατάλαβα πως ήμουνα για σε ο πασατέμπος σου για να
περνά η ώρα). 2. η δικαιολογία: «για να δούμε τώρα τι παραμύθι θα
σοφιστείς, που άργησες πάλι στη δουλειά σου». 3. χαρακτηρισμός μικροεργαλείου
ή μικροαντικειμένου που δεν αναφέρουμε το όνομά του, είτε επειδή δεν το
γνωρίζουμε είτε επειδή δε θέλουμε να το πούμε είτε μόνο και μόνο για να κάνουμε
εντύπωση: «για δώσε μου αυτό το παραμύθι να ξεκαρφώσω το καρφί». Συνών. καβουρντιστήρι
(6) / καλαμπούρι (2) / καυλιτζέκι / κολπέτο (2) / μαντζαφλάρι (1) / μαραφέτι
(1) / μαρκούτσι (4) / μασπάτι (2) / νταραβέρι (6) / παπαράκι / σκατουλάκι (4) .4.
χαρακτηρισμός πολύ εύκολης εργασίας ή καθήκοντος που μας έχουν αναθέσει και που
πραγματοποιείται χωρίς πολλή δυσκολία: «σιγά το δύσκολο πράγμα, αυτό είναι
παραμύθι μπροστά σ’ αυτά που έχω κάνει μέχρι τώρα». (Ακολουθούν 27 φρ.)·
-
άσ’ το παραμύθι ή άσ’ τα παραμύθια, μην επιχειρείς να με πείσεις
ή να με ξεγελάσεις με ψευτιές: «ξέρω πολύ καλά πώς έγιναν τα πράγματα, γι’ αυτό
άσ’ το παραμύθι»·
-
βγήκε παραμύθι, βγήκε ψέμα: «της υποσχόταν συνέχεια πως θα την
παντρευτεί, αλλά οι υποσχέσεις του βγήκαν παραμύθια». (Λαϊκό τραγούδι: σ’
αγάπησα, σε πίστεψα, δε μου ’πες την αλήθεια, μαζί κι αν χτίσαμε όνειρα, εβγήκαν
παραμύθια)·
-
δε σηκώνω παραμύθι ή δε σηκώνω παραμύθια, δε δέχομαι να μου λένε
ψέματα: «πρόσεξε καλά τι θα μου πεις, γιατί δε σηκώνω παραμύθια». (Λαϊκό
τραγούδι: και δε σηκώνω παραμύθια να μου λες, αυτά που έλεγες, βρε
μάγκα, σε πολλές)·
-
δεν αφήνεις το παραμύθι! ειρωνική προτροπή σε κάποιον να πάψει να μας
λέει ψέματα με σκοπό να μας ξεγελάσει ή να μας παραπλανήσει για προσωπικό του
όφελος: «δεν αφήνεις το παραμύθι, που, αν σου δώσω σήμερα χίλια ευρώ, θα μου
δώσεις σε μια βδομάδα πέντε χιλιάδες!»·
-
δεν τρώω παραμύθι ή δεν τρώμε παραμύθια, δεν πιστεύω εύκολα αυτά
που μου λέει κάποιος, δεν ξεγελιέμαι: «ήθελε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε
πως εγώ δεν τρώω παραμύθι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό
του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ.
κουτόχορτο·
-
είναι παραμύθι η δουλειά ή η δουλειά είναι παραμύθι, βλ. λ. δουλειά·
-
ζω ένα παραμύθι ή ζω σαν σε παραμύθι, περνώ τόσο ευχάριστα, τόσο
ιδανικά, τόσο τέλεια, που μου φαίνεται απίστευτο: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα
αυτή τη γυναίκα, ζω σαν σε παραμύθι»·
-
κόκκινη κλωστή δεμένη στην ανέμη τυλιγμένη, δώσ’ της κλότσο να γυρίσει,
παραμύθι ν’ αρχινίσει, στερεότυπη έκφραση με την οποία αρχίζει κανείς να
διηγείται ένα παραμύθι·
-
λέει παραμύθια, λέει ψέματα: «μην τον πιστεύεις, γιατί συνέχεια λέει
παραμύθια». (Λαϊκό τραγούδι: η δική σου η γλωσσίτσα παραμύθια μου ’λεγε, από
δω και μπρος, κουκλίτσα, κούνια που σε κούναγε)·
- μη μασάς παραμύθι, συμβουλευτική έκφραση σε άτομο να
μην πιστεύει με ευκολία αυτά που του λένε ή να μην επαναπαύεται στην καλή
συμπεριφορά κάποιου, γιατί μπορεί να είναι και επιφανειακή και να έχει σκοπό να
τον βλάψει: «στη ζωή πρέπει να είσαι πονηρός και να μη μασάς παραμύθι, αν δε
θέλεις να πέφτεις σε δύσκολες καταστάσεις». (Λαϊκό τραγούδι: μη μασάς
παραμύθι, άλλο είναι κι άλλο δείχνει)·
-
μην τρως παραμύθι, βλ. φρ. μη μασάς παραμύθι·
-
μου φαίνεται σαν παραμύθι, είναι τόσο ευχάριστη, τόσο ιδανική, τόσο
τέλεια η κατάσταση που ζω, που δεν μπορώ να το πιστέψω, που μου φαίνεται
απίστευτο: «μου φαίνεται σαν παραμύθι, κάθε φορά που σκέφτομαι πόσο τυχερός
υπήρξα μ’ αυτή τη γυναίκα || μου φαίνεται σαν παραμύθι που κέρδισα τόσα πολλά λεφτά
στο τζόκερ». (Λαϊκό τραγούδι: ακόμη δεν πιστεύω πως είναι αλήθεια, μου
φαίνονται όλα απόψε σαν παραμύθια. Το χάραμα που θα ’ρθει πώς το φοβάμαι,
γιατί θα φύγεις πάλι και μόνος θα ’μαι)·
-
ξηγιέμαι παραμύθι, βλ. συνηθέστ. πουλώ παραμύθι·
-
παραμύθια για μικρά παιδιά, διηγήσεις, λόγια ή υποσχέσεις, που δεν τις
πιστεύει κανένας, που δεν ξεγελούν κανέναν: «αυτά που μου λες είναι παραμύθια
για μικρά παιδιά και θες να σε πιστέψω;»·
-
παραμύθια της Χαλιμάς, ασύστολα ψέματα, φαντασιοπληξίες: «άσε, ρε
παιδάκι μου, τα παραμύθια της Χαλιμάς και πες μου, τουλάχιστο, μια φορά την
αλήθεια!». (Τραγούδι: με τελειώνεις και με πετάς, μου λες παραμύθια της
Χαλιμάς)·
-
περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού, ειρωνική έκφραση για άντρα που
περιμένει να γνωρίσει την ιδανική γυναίκα και από άποψη ομορφιάς και από άποψη
ήθους, αλλά και πλούτου για να παντρευτεί: «δεν αποφασίζει ακόμη να παντρευτεί,
γιατί περιμένει τη βασιλοπούλα του παραμυθιού». Πολλές φορές, προτάσσεται της
φρ. και άλλοτε ακολουθεί μετά το ρ. της το βλέπεις·
-
περιμένει την πριγκίπισσα του παραμυθιού, βλ. φρ. περιμένει τη
βασιλοπούλα του παραμυθιού·
- περιμένει την πριγκιποπούλα του παραμυθιού, βλ. συνηθέστ. περιμένει τη
βασιλοπούλα του παραμυθιού·
- περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού, ειρωνική έκφραση για γυναίκα που
περιμένει να γνωρίσει τον ιδανικό άντρα και από άποψη ομορφιάς και από άποψη
ήθους, αλλά και πλούτου για να παντρευτεί: «με τα μυαλά που έχει θα μείνει στο
ράφι, γιατί περιμένει το βασιλόπουλο του παραμυθιού». Πρβλ.: δε μετανιώνω
που σ’ αγαπώ πάρα πολύ και ένα χρυσό σου έχω θρόνο μες στα στήθια, είσαι για
μένα η ελπίδα μου η χρυσή, το βασιλόπουλο που λεν στα παραμύθια (Λαϊκό
τραγούδι). Πολλές φορές, προτάσσεται της φρ. και άλλοτε ακολουθεί μετά το ρ.
της το βλέπεις·
- περιμένει το πριγκιπόπουλο του παραμυθιού, βλ. συνηθέστ. περιμένει το
βασιλόπουλο του παραμυθιού·
- περιμένει τον πρίγκιπα του παραμυθιού, βλ. φρ. περιμένει το
βασιλόπουλο του παραμυθιού·
-
πέφτει παραμύθι, συνήθως λέγονται ψέματα: «στην παρέα του τάδε πέφτει
παραμύθι»·
- πουλώ παραμύθι, α. λέω ψέματα: «σε μένα δε θα πουλάς
παραμύθι, αν θέλεις να σε βοηθήσω». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψε, αγαπούλα μου, παραμύθι
πούλα μου). β. εξαπατώ: «του πούλησε παραμύθι πως ήταν
χρηματιστής και του ’φαγε τα λεφτά». γ. δικαιολογούμαι: «όσο παραμύθι
και να μου πουλήσεις, αυτό που ξέρω είναι ότι είσαι συστηματικός κοπανατζής»·
-
το τραγούδι με τον τρύγο, το Δεκέμβρη παραμύθι, κάθε πράγμα πρέπει να
γίνεται στον καιρό του, στην ώρα του, στην κατάλληλη στιγμή: «άσε, φίλε μου,
στην ηλικία μου δεν είμαι για ξενύχτια, γιατί το τραγούδι με τον τρύγο, το
Δεκέμβρη παραμύθι». Συνών. κάθε πράγμα στη σειρά του / κάθε πράγμα στην ώρα
του / κάθε πράγμα στον καιρό του κι αβγά κόκκινα το Πάσχα / κάθε πράγμα στο
καιρό του κι ο κολιός τον Αύγουστο / καιρός φέρνει τα λάχανα καιρός τα
παραπούλια / κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη / τώρα στα γεράματα μάθε
γέρο γράμματα·
-
το ’φαγε το παραμύθι, ξεγελάστηκε, εξαπατήθηκε: «του ζητούσε κάτι λεφτά
για να βάλει το γιο του στο δημόσιο και το ’φαγε το παραμύθι, γιατί ο άλλος του
πήρε τα λεφτά κι εξαφανίστηκε»·
-
το ’χαψε το παραμύθι, βλ. φρ. το ’φαγε το παραμύθι·
-
τρώει παραμύθι ή τρώει το παραμύθι, πιστεύει με ευκολία αυτά που του
λέει κάποιος, ξεγελιέται, εξαπατάται, παραμυθιάζεται: «μπορείς, αν θέλεις, να
του φας πολλά λεφτά, γιατί τρώει παραμύθι με το παραμικρό». Για συνών. βλ. φρ. τρώει
κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.