παραμάζωμα, το, ουσ. [<παραμαζώνω], η φόρα: «θα πηδήξουμε χωρίς
παραμάζωμα»·
- παίρνω παραμάζωμα, παίρνω φόρα: «για να πηδήξει το
χαντάκι, πήρε δέκα μέτρα παραμάζωμα»·
-
παίρνω παραμάζωμα (κάποιον ή κάτι), α. μαλώνω, κατσαδιάζω έντονα
κάποιον: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον πήρε τέτοιο παραμάζωμα ο
πατέρας του, που ακούστηκε σ’ όλη τη γειτονιά». β. νικώ κάποιον και τον
καταδιώκω: «μόλις κατάλαβε πως δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα, το ’βαλε στα
πόδια, αλλά τον πήρα παραμάζωμα και λίγο πιο κάτω τον έπιασα». γ.
παρασύρω στο διάβα μου: «θέλησαν να τον συγκρατήσουν, αλλά τους πήρε παραμάζωμα
|| όπως έτρεξε για να βγει απ’ το καφενείο, πήρε παραμάζωμα τις πιο πολλές
καρέκλες».