παραλείπω, ρ.
[<αρχ. παραλείπω], παραλείπω· αμελώ, ξεχνώ, δεν κάνω ή δε λέω κάτι, ενώ θα
μπορούσα να κάνω ή να πω: «παρέλειψες να μου φέρεις την παραγγελία που σου
έδωσα το πρωί || πάνω στην ταραχή του παρέλειψε να μας πει και τα καλά νέα ||
σε αυτό το σημείο παρέλειψες να αναφέρεις τα ονόματα των δωρητών»·
-
δε θα παραλείψω, δε θα αμελήσω, δε θα ξεχάσω: «μην ξεχάσεις να φέρεις
μαζί σου και το βιβλίο που σου ζήτησα. -Δε θα παραλείψω»·
- δε θα παραλείψω! ή δε θα παραλείψουμε! ειρωνική
άρνηση σε κάποιον που μας ζητάει να κάνουμε κάτι για λόγου του, που όμως μας
είναι ανεπιθύμητο ή όχι αρεστό: «όπως θα ’ρχεσαι, θα περάσεις απ’ το πρακτορείο
να μου φέρεις ένα μπαούλο που μου ’στειλαν απ’ το χωριό; -Δε θα παραλείψω». Ο
πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- δεν παρέλειψε ούτε ένα και, βλ. λ. και·
-
τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται, όσα είναι εύκολα να καταλάβει
κανείς, δε χρειάζεται να αναφέρονται: «αν βάλω το χέρι μου στη φωτιά θα καεί;
-Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται».