παράδειγμα, το, ουσ. [<αρχ. παράδειγμα], το παράδειγμα.
(Ακολουθούν 13 φρ.)·
-
ακολουθώ το παράδειγμά του, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι όπως και αυτός:
«είδα πως με τον τρόπο που εργάζεται βγαίνει πάντα κερδισμένος, γι’ αυτό κι εγώ
άρχισα ν’ ακολουθώ το παράδειγμά του»·
-
για παράδειγμα, έκφραση που δηλώνει πως ο ομιλητής ή αυτός που γράφει θα
αναφέρει αμέσως μια περίπτωση με την οποία αποδεικνύεται, επιβεβαιώνεται ή
γίνεται σαφέστερο αυτό που υποστηρίζει: «η βενζίνη χρησιμοποιείται ως καύσιμο
σε μηχανές εσωτερικής καύσεως για να παράγουν ενέργεια. Για παράδειγμα, αν
τελειώσει η βενζίνη ενός αυτοκινήτου, αυτό ακινητοποιείται»·
-
δίνω το κακό παράδειγμα, με τις απαράδεκτες πράξεις ή τις άστοχες
ενέργειές μου γίνομαι πρότυπο προς αποφυγήν ή παρασέρνω και άλλους να
ενεργήσουν με τον ίδιο απαράδεκτο ή άστοχο τρόπο: «πρέπει ν’ αποφεύγεις αυτά
που κάνει αυτός ο αλήτης, γιατί ήδη από μόνος του σου έχει δώσει το κακό
παράδειγμα || μη βρίζεις γέρο άνθρωπο, γιατί δίνεις το κακό παράδειγμα στους
νέους»·
-
δίνω το καλό παράδειγμα, με τις καλές πράξεις ή τις σωστές ενέργειές μου
γίνομαι πρότυπο προς μίμηση: «όταν βλέπω κάποιον ηλικιωμένο στο λεωφορείο, του
παραχωρώ αμέσως τη θέση μου δίνοντας το καλό παράδειγμα στους νέους»·
-
δίνω το παράδειγμα, με τις πράξεις μου ή τις ενέργειές μου
παραδειγματίζω κάποιον ή κάποιους: «πάντοτε έδινε το παράδειγμα της αυτοθυσίας
για την πατρίδα του»·
-
μου έγινε παράδειγμα, παραδειγματίστηκα: «ήπια τόσο πολύ που μέθυσα κι
έγινα ρεζίλι, γι’ αυτό μου έγινε παράδειγμα να μην πίνω παραπάνω από δυο τρία
ποτηράκια». (Λαϊκό τραγούδι: δεν άκουσα κανένανε κι ήρθα σ’ αυτό το χάλι
μου έγινε παράδειγμα, δε θ’ αγαπήσω άλλη)·
-
παίρνω παράδειγμα, παραδειγματίζομαι από τις πράξεις κάποιου: «πρέπει να
πάρεις παράδειγμα το συμμαθητή σου, που είναι αριστούχος, και να γίνεις κι εσύ
το ίδιο»·
-
παράδειγμα προς αποφυγή(ν), αυτός ή αυτό που πρέπει να έχει κανείς υπόψη
του για να το αποφύγει: «όταν βλέπεις να κακομεταχειρίζονται γέρο άνθρωπο, θα
πρέπει να είναι για σένα παράδειγμα προς αποφυγήν»·
-
παράδειγμα προς μίμηση, αυτός ή αυτό που πρέπει να έχει κανείς ως
πρότυπο: «ο αδερφός μου, που είναι ένας σπουδαίος επιστήμονας, είναι παράδειγμα
προς μίμηση απ’ όλα τα ξαδέρφια μας»·
-
παραδείγματος χάρη ή παραδείγματος χάριν (σε συντομογραφία π.χ.), βλ.
φρ. για παράδειγμα. (Λαϊκό τραγούδι: παραδείγματος χάρη,
να με λένε Μαρία, να ’χα μια φιλενάδα κόκκινη αλεπού, να με παίρνουν τ’
αστέρια στη δική τους πορεία, να μιλάω με τους γλάρους και με τα μαραμπού)·
- τον έχω για παράδειγμα, παραδειγματίζομαι από αυτόν, τον
έχω ως πρότυπο: «ο αδερφός μου είναι ένας πολύ καλός οικογενειάρχης και τον έχω
για παράδειγμα»·
-
τον παίρνω για παράδειγμα, βλ. φρ. τον έχω για παράδειγμα·
- χοντροκομμένο παράδειγμα, που είναι γενικόλογο, που δεν
αναφέρεται σε λεπτομέρειες: «μου ’δωσε ένα τόσο χοντροκομμένο παράδειγμα, που
δεν κατάλαβα τι ακριβώς ήθελε να υποστηρίξει».