παραγωγή, η, ουσ. [<αρχ. παραγωγή <παράγω], η παραγωγή·
-
απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση, (για προϊόντα) η μεταφορά, ιδίως
γεωργικού προϊόντος, από τον ίδιο τον παραγωγό από τον τόπο παραγωγής του
κατευθείαν στην αγορά, οπότε είναι και πολύ φρέσκο, αλλά και πιο φτηνό, γιατί
δεν παρεμβάλλονται μεσάζοντες: «πηγαίνω στην τάδε λαϊκή αγορά, που όλα τα
προϊόντα είναι απ’ την παραγωγή στην κατανάλωση». Λέγεται και για άλλα
καταναλωτικά αγαθά στα οποία δεν παρεμβάλλεται μεσάζοντας.