παράγραφος, ο, ουσ. [<μτγν. επίθ. παράγραφος (ενν. γραμμή)], η
παράγραφος·
-
αυτό είν’ άλλη παράγραφος, αποτελεί άλλη, ξεχωριστή υπόθεση, διαφορετική
περίπτωση: «δεν έχει σχέση αυτό που μου λες με την υπόθεσή μας, γιατί αυτό
είναι άλλη παράγραφος». Συνών. αυτό είν’ άλλη ιστορία / αυτό είν’ άλλο
καπέλο / αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο / αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο.