παράγοντας, ο, ουσ. [<αρχ. παράγων, μτχ. του ρ. παράγω],
παράγοντας· άτομο που λόγω της κοινωνικής ή της οικονομικής του θέσης έχει τη
δυνατότητα να επηρεάζει ή να διαμορφώνει καταστάσεις σε διάφορους τομείς: «αν
θέλεις να προσληφθεί ο γιος σου στην τράπεζα, πήγαινε στον τάδε, που είναι
παράγοντας στον τραπεζικό κύκλο»·
-
ξένος παράγοντας, κέντρα λήψης αποφάσεων που βρίσκονται έξω από μια χώρα
και με μυστικές ενέργειες την ελέγχουν ή την επηρεάζουν: «η Ελλάδα τα τελευταία
χρόνια προσπαθεί ν’ απαλλαγεί από τον ξένο παράγοντα»· βλ. και φρ. ξένος
δάκτυλος, λ. δάκτυλος·
-
το παίζει παράγοντας, διατείνεται πως έχει επιρροή σε κάποιο χώρο: «το
παίζει παράγοντας του ποδοσφαίρου || το παίζει παράγοντας των συνδικαλιστών || το
παίζει παράγοντας του κόμματος || το παίζει παράγοντας στον πνευματικό χώρο της
πόλης μας».