παραγγελία κ.
παραγγελιά, η, ουσ. [<μσν. παραγγελιά <αρχ. παραγγελία], η
παραγγελία. 1. μήνυμα γραπτό ή προφορικό για διαβίβαση επιθυμίας,
οδηγίας ή διαταγής: «του ’στειλα παραγγελιά να ’ρθει το βράδυ απ’ το σπίτι να
με δει». (Λαϊκό τραγούδι: παραγγελιά στην ερημιά, στη μοναξιά
και στον καημό μου, παραγγελιά στην ερημιά, στη μοναξιά στο θάνατό μου). 2.
(ειδικά) η επιθυμία που εκφράζει σε λαϊκή ορχήστρα πελάτης να ακούσει κάποιο
ιδιαίτερο τραγούδι με σκοπό, τις πιο πολλές φορές, να το χορέψει μόνος του ή με
την παρέα του στην πίστα, κάτι που θεωρείται νόμος απαράβατος, και αυτό το ίδιο
το τραγούδι: «χορεύει παραγγελιά ο τάδε || τι ζήτησες παραγγελιά;». Σήμερα όμως
η παραγγελιά έχει απαγορευτεί αρχικά από την αστυνομία και κατά δεύτερο λόγο
από τους ιδιοκτήτες των λαϊκών μαγαζιών, γιατί κατά καιρούς δημιούργησε πολλά
προβλήματα, καθώς οι άσχετοι θαμώνες που δεν ήταν γνώστες της ιδιαιτερότητας
που είχε η παραγγελιά, ή κάποιος άλλος που ήθελε να προσβάλει αυτόν που χόρευε,
σηκωνόταν και χόρευε μαζί του. Η αντίδραση του χορευτή ήταν άμεση και ο καβγάς
αναπόφευκτος. Η πιο γνωστή περίπτωση ήταν αυτή των αδελφών Κοεμτζή, που ο ένας
από τους δυο, ο Νίκος, μαχαίρωσε θανάσιμα αυτούς που επιχείρησαν να τον προσβάλουν
στην παραγγελιά του. Το συμβάν απασχόλησε τον κινηματογράφο με την ομώνυμη
ταινία, καθώς και τον τραγουδιστή Διονύση Σαββόπουλο, που μελοποίησε τη ζωή και
την περιπέτεια του Ν. Κοεμτζή (βλ. Διονύσης Σαββόπουλος, η σούμα, (1963-2003),
σελ. 246, ΙΑΝΟΣ, Θεσσαλονίκη, 2003)·
-
αφήνω παραγγελιά, αφήνω σε κάποιον γραπτό ή προφορικό μήνυμα
διαβιβάζοντάς του κάποια επιθυμία μου ή αφήνω σε κάποιον γραπτό ή προφορικό
μήνυμα για να το διαβιβάσει σε κάποιον: «του άφησα παραγγελιά στο μπαράκι που
συχνάζει να ’ρθει να με δει || του άφησα παραγγελιά, μόλις δει τον τάδε, να του
πει να ’ρθει να με δει». (Λαϊκό τραγούδι: μπήκα στο Χάρου τη φωλιά κι άφησα
μια παραγγελιά· κι άφησα μια παραγγελιά μέσα στου Χάρου τη φωλιά)·
-
κατά παραγγελία, σύμφωνα με την εντολή, με την επιθυμία, με ό,τι έχει
παραγγείλει ή έχει ζητήσει κάποιος: «ο τάδε συγγραφέας γράφει σενάρια κατά
παραγγελία»·
-
ούτε παραγγελία να το ’χαμε! λέγεται για κάτι που από καθαρή σύμπτωση
συνέβη ακριβώς έτσι όπως το επιθυμούσαμε. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο
για τον εαυτό του.