πάπλωμα, το, ουσ. [<μσν. πάπλωμα <πέπλωμα με επίδραση του
άπλωμα]. 1. είδος κλινοσκεπάσματος που χρησιμοποιείται το χειμώνα: «το
βράδυ η γυναίκα μου τραβάει όλο το πάπλωμα προς το μέρος της και ξεπαγιάζω».
(Λαϊκό τραγούδι: το δικό μου πάπλωμα είναι για δυο άτομα). 2.
το επίμαχο σημείο χρηματικών ιδίως υποθέσεων, αυτό που έχει το μεγαλύτερο
οικονομικό ενδιαφέρον: «όταν έφερα την κουβέντα στο πάπλωμα, άρχισε τα τρελά ο
δικός σου και χάλασε η συμφωνία». Υποκορ. παπλωματάκι, το·
-
απλώνω τα πόδια μου μέχρις εκεί που φτάνει το πάπλωμα, βλ. λ. πόδι·
-
για τον ψύλλο καίει το πάπλωμα, λέγεται για άτομο που αντί να
αντιμετωπίσει ένα μικρό πρόβλημα εντοπίζοντας και εξουδετερώνοντας τα αίτια που
το προκάλεσαν, καταφεύγει σε παράλογες ή παρανοϊκές λύσεις που τις θεωρεί
ριζικές: «είναι πολύ απολυταρχικό άτομο και με την παραμικρή δυσκολία του για
τον ψύλλο καίει το πάπλωμα»·
-
είναι το χρυσό πάπλωμα (κάποιος για κάποιον), είναι ο σίγουρος, ο
μεγάλος προστάτης του: «οι γονείς είναι το χρυσό πάπλωμα για τα παιδιά τους».
Από το ότι το πάπλωμα καλύπτει, προστατεύει από το κρύο αυτόν που ξαπλώνει να
κοιμηθεί·
-
κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα, λέγεται στην περίπτωση εκείνη που κάποια
ενέργεια εξυπηρετεί ή ταιριάζει σε κάποια περίσταση: «αφού δεν έχει δουλειά, θα
περικόψουμε τα έξοδα της επιχείρησης, γιατί κατά το πάπλωμα και το ξάπλωμα».
Συνών. κατά τον άγιο και το κερί του / κατά τον καιρό και το χορό· βλ.
και φρ. απλώνω τα πόδια μου μέχρι εκεί που φτάνει το πάπλωμα·
-
με διπλώματα και παπλώματα, βλ. λ. δίπλωμα·
-
όλος ο καβγάς έγινε για το πάπλωμα ή όλος ο καβγάς ήταν για το
πάπλωμα, βλ. λ. καβγάς·
-
τον πλάκωσε το πάπλωμα, έκφραση με την οποία ειρωνευόμαστε κάποιον που
δεν παρουσιάστηκε στην κανονική ώρα, ιδίως το πρωί, στον τόπο της εργασίας του,
και το υπονοούμενο είναι βέβαια πως τον πήρε ο ύπνος, πως δεν μπόρεσε να
ξυπνήσει: «ξενύχτησε το βράδυ στα μπουζούκια κι άργησε να πάει το πρωί στη
δουλειά του, γιατί τον πλάκωσε το πάπλωμα».