πάπας, ο, ουσ.
[<μτγν. πάπας <ιταλ. papa <αρχ. πάππας], ο αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής
Εκκλησίας, ο ποντίφικας·
-
έπιασε τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! νομίζει ότι έκανε ή ότι κατάφερε κάτι
σπουδαίο: «αγόρασε κι αυτός έν’ αυτοκινητάκι και νομίζει πως έπιασε τον πάπα
απ’ τ’ αρχίδια!» βλ. και λ. αρχίδι·
-
έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια! καυχιέται πως έχει κάνει κάτι αξιόλογο ή
σπουδαίο, χωρίς πραγματικά να το έχει κάνει: «όλο τ’ απόγευμα μας έλεγε πως τα
’χει φτιάξει με την κόρη του τάδε εφοπλιστή, αλλά αποδείχτηκε πως έπιασε τον
πάπα απ’ τα γένια!». Από το ότι ο πάπας, όπως είναι γνωστό, δεν έχει γένια, άρα
ο άνθρωπος που ισχυρίζεται πως τον έπιασε από τα γένια λέει ψέματα·
-
έχει το αλάθητο του πάπα, α. λέει ή κάνει πάντα το σωστό: «όλοι
παίρνουν τη γνώμη του, γιατί έχει το αλάθητο του πάπα». β. συνήθως
λέγεται με ειρωνική διάθεση προτάσσοντας της φρ. το ναι μωρέ ή το
σιγά μωρέ: «ό,τι λέει ο τάδε είναι σωστό. -Ναι μωρέ, έχει το αλάθητο του
πάπα». Αναφορά στο δόγμα της καθολικής εκκλησίας, σύμφωνα με το οποίο ο πάπας
είναι αλάθητος, όταν μιλάει για δογματικά ή ηθικά ζητήματα·
-
καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! α. ειρωνική παρατήρηση σε άτομο
που επιμένει πως τα πράγματα είναι ή θα γίνουν σίγουρα έτσι όπως τα λέει: «να
δείτε που μέσα σε λίγο καιρό θα ’ρθει και θα ζητήσει συγνώμη. -Καλά, ποιος
είσαι, ο γκραν πάπας!». β. θαυμαστική παρατήρηση σε άτομο, όταν τα
πράγματα γίνονται έτσι ακριβώς όπως τα έχει προβλέψει: «είδατε που μέσα σε λίγο
καιρό ήρθε και ζήτησε συγνώμη; -Καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας!». Πολλές
φορές, μετά το ρήμα της φρ. ακολουθεί το ρε παιδάκι μου. Αναφορά στο
αλάθητο του πάπα·
-
κρατάει τον πάπα απ’ τ’ αρχίδια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τ’
αρχίδια(!)·
-
κρατάει τον πάπα απ’ τα γένια! βλ. φρ. έπιασε τον πάπα απ’ τα γένια(!)·
-
μην το πεις ούτε στον γκραν πάπα ή μην το πεις ούτε στου γκραν πάπα ή
μην το πεις ούτε του γκραν πάπα, βλ. συνηθέστ. μην το πεις ούτε στον
παπά, λ. παπάς·
-
ούτε ο γκραν πάπας να το πει (ενν. το κάνω ή δεν το κάνω), έχω πάρει
τελεσίδικα την απόφασή μου, θετική ή αρνητική, αδιαφορώντας για τις κυρώσεις
που μπορεί να έχω: «ούτε ο γκραν πάπας να το πει, εγώ δεν τον ξανακάνω παρέα».
Αναφορά στον πάπα που, ως αρχηγός της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, συγκεντρώνει
μεγάλη εξουσία (όχι μόνο θρησκευτική αλλά και κοσμική)·
-
ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο (γνωστό) δεν..., κατηγορηματική άρνηση
για βοήθεια ή για κάποια παροχή σε κάποιον: «ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο,
δε θα του παραχωρήσω τη θέση μου || ούτε τον γκραν πάπα να ’χει θείο δεν τον
παίρνω στη δουλειά μου».