παπαρούνα, η, ουσ. [<όψιμο μσν. παπαρούνα <ιταλ. σπάν.
papaverone (ιδιωματ. paparina) ή ρουμαν. paparoana], η παπαρούνα. 1. το
αφιόνι, το όπιο: «υπάρχουν ασιατικά κράτη, που στηρίζουν την οικονομία τους
στην παπαρούνα». 2. (για πρόσωπα) πολύ κόκκινο: «είχε ένα ολοκόκκινο
πρόσωπο σαν παπαρούνα». Από το ότι η παπαρούνα έχει έντονο κόκκινο χρώμα·
-
γίνομαι κόκκινος παπαρούνα ή γίνομαι κόκκινος σαν παπαρούνα ή γίνομαι
κόκκινος σαν την παπαρούνα, κοκκινίζω έντονα, ιδίως από ντροπή: «μόλις του σύστησα
την τάδε, έγινε κόκκινος σαν παπαρούνα || μόλις της ζήτησε να χορέψουν, έγινε
κόκκινη σαν την παπαρούνα». Το κοκκίνισμα από θυμό αποδίδεται συνήθως με το γίνομαι
κόκκινος παντζάρι·
-
κοκκινίζω σαν παπαρούνα ή κοκκινίζω σαν την παπαρούνα, βλ. φρ. γίνομαι
κόκκινος παπαρούνα.