παπάρι, το, ουσ. [<ίσως από το μσν. παπαρίζω (= χαϊδεύω)]. 1.
το κεφάλι του πέους, η βάλανος και, κατ’ επέκταση, το πέος: «έχει ένα παπάρι,
που, αν φας μια στο κεφάλι, θα μείνεις σέκος». 2. το αρχίδι: «έχω ένα
πόνο στο δεξί μου παπάρι». 3. άνθρωπος ενοχλητικός, κακοήθης,
τιποτένιος: «είναι τέτοιο παπάρι, που δεν το θέλει κανένας στην παρέα του». 4.
χαρακτηρισμός ατόμου ή αντικειμένου που μας ενοχλεί ή μας εμποδίζει: «έλα και
πάρε αυτό το παπάρι από δω, γιατί μ’ έχει πονοκεφαλιάσει με τη λογοδιάρροιά του
|| τράβα αυτό το παπάρι απ’ το διάδρομο, γιατί μας εμποδίζει στο πάνε έλα». 5α.
στον πλ. τα παπάρια, τα αρχίδια: «του ’δωσε μια κλοτσιά στα παπάρια του
και τον ξάπλωσε κάτω». β. δίνεται και ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου: τι
χαμπάρια; -Παπάρια, και δηλώνει απογοήτευση,δηλ. τα πράγματα δεν
πάνε καθόλου καλά. γ. ως επιφών. παπάρια!έκφραση
αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «θα πάει να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της.
-Παπάρια!». Πολλές φορές, μετά το επιφών. επαναλαμβάνεται και το ρ. της φρ. που
ανακοινώνεται: «θα πάει να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της. -Παπάρια θα πάει!»,
ενώ είναι και φορές, που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που
ανακοινώνεται: «θα πάει να τη ζητήσει απ’ τους δικούς της. -Παπάρια θα πάει να
τη ζητήσει απ’ τους δικούς της». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). Υποκορ. παπαράκι,
το (βλ. λ.)·
-
πάρ’ ένα παπάρι, την έπαθες, ξεγελάστηκες, είσαι κορόιδο: «πάρ’ ένα
παπάρι τώρα και μην προσπαθείς να δικαιολογηθείς»·
-
πες μας τι είσαι, παπάρης ή παπάρι; λογοπαίγνιο ανάμεσα στον παπάρη και
στο παπάρι·
-
στα παπάρια μας! ή στα παπάρια μου! βλ. λ. στ’ αρχίδια μας! λ.
αρχίδι·
-
φάε ένα παπάρι, βλ. φρ. πάρ’ ένα παπάρι.