παπά, τα, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], (στη γλώσσα των νηπίων) τα παπούτσια: «έλα, το μωράκι μου, που του ’φερε ο μπαμπάκας του καινούρια παπά».
παπά, τα, άκλ. ουσ. [ηχομιμητική λ.], (στη γλώσσα των νηπίων) τα παπούτσια: «έλα, το μωράκι μου, που του ’φερε ο μπαμπάκας του καινούρια παπά».