παντρειά, η, ουσ. [<μσν. ὑπανδρειά <μτγν. ὑπανδρία· το υ
αποσιωπήθηκε, γιατί θεωρήθηκε το άρθρο ἡ], η παντρειά·
-
ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, βλ. λ. βρακί·
-
η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη, ένας γάμος ή να ένα
φαγητό για να πετύχει, χρειάζεται υπομονή και φαντασία: «τώρα είσαι νιόπαντρος,
γι’ αυτό κι είσαι ακόμη ενθουσιασμένος, όμως πρέπει να βάλεις καλά μέσ’ στο
μυαλό σου πως η παντρειά και το τσουκάλι θέλουν μαστοριά μεγάλη»·
-
με το ζόρι παντρειά, βλ. λ. ζόρι·
-
με το ζόρι παντρειά γίνεται; δε γίνεται, βλ. λ. ζόρι·
-
της παντρειάς, (και για τα δυο φύλα), που είναι σε ηλικία γάμου: «έχει
μια κόρη της παντρειάς».