παντζάρι, το, ουσ. [<τουρκ. pancar], το παντζάρι· η ερεθισμένη,
η κόκκινη βάλανος από την έντονη επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την πηδούσα
όλο το βράδυ κι έγινε ο πούτσος μου παντζάρι». Από το ότι, το παντζάρι έχει
βαθύ κόκκινο χρώμα. Παλιότερα, ανάμεσα στα παιδιά, κυκλοφορούσε το παρακάτω
λογοπαίγνιο: -Πες Αμεντέο Νατσάρι (γνωστός ηθοποιός του ιταλικού κινηματογράφου
στις δεκαετίες του 1950 και 1960). -Αμεντέο Νατσάρι. -Να στη βάλω καρότο, να
στη βγάλω παντζάρι», βλ. φρ. πιο κάτω·
-
γίνομαι κόκκινος παντζάρι ή γίνομαι κόκκινος σαν παντζάρι ή γίνομαι
κόκκινος σαν το παντζάρι, κοκκινίζω από ντροπή ή θυμό: «είναι τόσο ντροπαλό
παιδί, που, μόλις το κακομιλήσεις λίγο, γίνεται κόκκινος παντζάρι || όταν του
’βρισε ο άλλος τη μάνα, έγινε κόκκινος σαν το παντζάρι ο δικός σου και χίμηξε
απάνω του να τον φάει»·
-
κοκκινίζω σαν παντζάρι ή κοκκινίζω σαν το παντζάρι, βλ. φρ. γίνομαι
κόκκινος παντζάρι·
- τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι (ενν. την
πούτσα, την ψωλή στον κώλο του), δέχεται
να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω, από τον κώλο, και όσον αφορά τον
άντρα, είναι ομοφυλόφιλος, πούστης: «η τάδε δε λέει σε τίποτα όχι κι αν θέλεις,
τη βάζει καρότο και τη βγάζει παντζάρι || τα ’μαθες για τον τάδε; Τη βάζει
καρότο και τη βγάζει παντζάρι!». Ιδίως μεταξύ των παιδιών της δεκαετίας του
1950, η έκφραση αυτή εκτοξευόταν και ως βρισιά. Συνών. τον βάζει λάχανο και
τον βγάζει κουνουπίδι.