παντελόνι κ.
πανταλόνι, το, ουσ. [<ιταλ. pantaloni <γαλλ. pantalon], το
παντελόνι. 1. η τσέπη, το πορτοφόλι, ιδίως αυτό που είναι γεμάτο με
λεφτά: «όταν έχεις παντελόνι, δε φοβάσαι τίποτα». 2. συχνά ο πλ. με τη
σημασία του εν. αριθμού: «σου ’πεσαν τα παντελόνια || κούμπωσε με τρόπο τα
παντελόνια του».Υποκορ. παντελονάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. συνηθέστ. αν φοράς παντελόνια, έλα·
-
αν φοράς παντελόνια, έλα, αν είσαι πράγματι άντρας έλα (ενν. να
αναμετρηθούμε δυναμικά): «εμένα δε με τρομάζεις με τα λόγια κι αν φοράς
παντελόνια, έλα»·
-
απ’ το παντελόνι μου (σου, του κ.λπ.), από τα λεφτά μου (σου, του
κ.λπ.), από την τσέπη μου (σου, του κ.λπ.): «όλη αυτή τη σπιταρόνα που βλέπεις,
την έφτιαξα απ’ το παντελόνι μου»·
-
βράζει το παντελόνι του, βρίσκεται πάνω στα νιάτα του, πάνω στη
σεξουαλική του ορμή: «το μυαλό του γιου μου είναι συνέχεια στις γυναίκες, γιατί
βράζει το παντελόνι του»·
-
έκοψε το μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι, πρόκειται για πάρα πολύ
φτωχό άτομο: «εσύ δεν είσαι τόσο φτωχός, γιατί ξέρω κάποιον που έκοψε το
μανίκι, για να μπαλώσει το παντελόνι»·
-
θα σου βγάλω το παντελόνι ή θα σου βγάλω τα παντελόνια, θα σε
καταξεφτιλίσω, θα σε καταντροπιάσω: «αν πιάσεις ξανά τ’ όνομά μου στο στόμα
σου, θα σου βγάλω τα παντελόνια μπροστά στον κόσμο»·
-
και φοράς (και) παντελόνια! βλ. φρ. κρίμα στα παντελόνια σου(!)·
-
κατεβάζω το παντελόνι ή κατεβάζω το παντελόνι μου ή κατεβάζω
τα παντελόνια ή κατεβάζω τα παντελόνια μου, αποδέχομαι όλες τις
απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά στις απαιτήσεις κάποιου: «για να
πάρει μια θέση στο εργοστάσιο, κατέβασε και τα παντελόνια του στο διευθυντή»·
- κοντό παντελόνι, βλ. λ. παντελονάκι·
- κρίμα στα παντελόνια σου! ή κρίμα στα παντελόνια που
φοράς! υποτιμητική ή επιτιμητική έκφραση σε άντρα που συμπεριφέρεται
ανάρμοστα ή δειλά σε αντιδιαστολή με τον πραγματικό άντρα, που συμπεριφέρεται
καθώς πρέπει ή με γενναιότητα: «δε ντρέπεσαι να δέρνεις μικρό παιδί, κρίμα στα
παντελόνια που φοράς! || σαν δε ντρέπεσαι να φοβάσαι αυτό το σκυλάκι, κρίμα στα
παντελόνια σου!»·
-
μακρύ παντελόνι, που τα μπατζάκια του καλύπτουν τα πόδια μέχρι τους
αστραγάλους
-
παντελόνι σωλήνας, που έχει στενά μπατζάκια και για το λόγο αυτό είναι
πολύ εφαρμοστό στα πόδια: «το παντελόνι σωλήνας ήταν κάποτε πολύ της μόδας»·
-
τα κάνω παντελόνια (ενν. τα πούλια μου), (για τάβλι) συσσωρεύω πολλά
πούλια μου πάνω σε πιασμένο αντίπαλο πούλι ή σε πόρτα μου: «αφού έτσι μου
’ρχεται το ζάρι, είμαι υποχρεωμένος να τα κάνω παντελόνια». Από το μήκος που
δημιουργείται, όταν συσσωρεύονται τα πούλια το ένα πάνω στο άλλο, κάτι που
παρομοιάζεται με το μπατζάκι του παντελονιού. Συνών. τα κάνω κοκορέτσι·
-
τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), έχω λεφτά (χωρίς απαραίτητα να
είμαι και πλούσιος): «σήμερα που πληρώθηκα και τα ’χω στο παντελόνι, μπορώ να
πάω να σας κεράσω από ένα ουίσκι»·
-
τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ.
συνηθέστ. τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ·
-
τιμώ τα παντελόνια μου ή τιμώ τα παντελόνια που φορώ, συμπεριφέρομαι
ως πραγματικός άντρας: «σαν άντρας έχω μια αξιοπρέπεια, γι’ αυτό τιμώ τα
παντελόνια που φορώ»·
-
του ’πεσαν τα παντελόνια, φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε: «μόλις τον
είδε να τραβάει το περίστροφό του, του ’πεσαν τα παντελόνια»·
-
του πήραν και το παντελόνι ή του πήραν και τα παντελόνια, του
πήραν όλα τα χρήματα που είχε επάνω του, ιδίως του κέρδισαν όλα τα χρήματα σε
χαρτοπαίγνιο: «έκατσε να παίξει με τα σαΐνια της πιάτσας και του πήραν και τα
παντελόνια».