πάντα, επίρρ.
[<μσν. επίρρ. πάντα, από την αιτιατ. της αρχ. αντων. πᾶς, ελλειπτικά από τη
φρ. (τον) πάντα (χρόνον)]. 1. πάντοτε: «συμπεριφέρεται πάντα με τον ίδιο
τρόπο». 2. ως ουσ. το πάντα, το αιώνιο. (Τραγούδι: σ’ αγαπώ,
σ’ αγαπώ για το τώρα το πριν το μετά και το πάντα, σ’ αγαπώ, η καρδιά
μου τρελάθηκε, βαράει σαν ξεκούρντιστη μπάντα). 3α. στον πλ. ως ουσ.
τα πάντα, όλα τα απαραίτητα μέσα για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού:
«χρησιμοποίησε τα πάντα για να τον καταστρέψει». β. όλα τα αγαθά για τη
διαβίωση του ανθρώπου: «στο σπίτι μας έχουμε τα πάντα»· βλ. και λ. παν.
(Ακολουθούν 36 φρ.)·
-
από πάντα, ανέκαθεν: «από πάντα στα μέρη μας έτσι γιορτάζαμε τα
Χριστούγεννα»·
-
για πάντα, για όλη την υπόλοιπη ζωή, δια βίου: «ό,τι και να γίνει, θα σ’
αγαπώ για πάντα || έφυγε για πάντα απ’ την Ελλάδα»·
-
γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
-
είναι πάντα ένα βήμα μπροστά, βλ. λ. βήμα·
-
είναι πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, βλ. λ. χαμόγελο·
-
είναι πάντα ο εαυτός του, βλ. λ. εαυτός·
-
είναι πάντα στο πάνω σκαλοπάτι, βλ. λ. σκαλοπάτι·
-
θέλει να γίνεται πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
-
θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
-
θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
-
η ελπίδα πεθαίνει πάντα τελευταία, βλ. λ. ελπίδα·
-
η λανθάνουσα γλώσσα λέει πάντα την αλήθεια, βλ. λ. γλώσσα·
-
η πεθερά κι από ζάχαρη κι αν είναι, πάντα πικρή είναι, βλ. λ. πεθερά·
-
η πορδή κι αν δε βρομάει, πάντα πορδή είναι, βλ. λ. πορδή·
-
κάνει πάντα το δικό του, βλ. λ. δικός·
-
κάνω τα πάντα, βλ. φρ. κάνω το παν, λ. παν·
-
κλείνω τα βλέφαρά μου μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. κλείνω τα μάτια
μου μια για πάντα, λ. μάτι·
-
μέχρι πάντα, μέχρι το τέλος, μέχρι τα άκρα: «θα σε κυνηγάω μέχρι πάντα
για να σε καταστρέψω»·
-
μια για πάντα, οριστικά και αμετάκλητα, τελειωτικά, για πρώτη και
τελευταία φορά: «στο λέω μια για πάντα πως δεν ανέχομαι κοπανατζήδες στη
δουλειά μου»·
-
να ’σαι πάντα όρθιος, βλ. λ. όρθιος·
-
ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος πάντα με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
-
ο Θεός πάντα το καλό, βλ. λ. Θεός·
-
όποιος αέρας κι αν φυσάει, ο μύλος πάντα αλέθει, βλ. λ. μύθος·
-
όποιος επιμένει, κερδισμένος πάντα βγαίνει, βλ. λ. κερδισμένος·
-
πάντα άξιος! βλ. λ. άξιος·
-
πάντα δείχνε πόσος είσαι και κομμάτι παρακάτου, βλ. λ. παρακάτω·
-
πάντα δεξιά! βλ. λ. δεξιά·
-
πάντα καλά! βλ. λ. καλός·
-
πάντα μπροστά! βλ. λ. μπροστά·
-
πάντα τέτοια! βλ. λ. τέτοιος·
-
παντού και πάντα, λέγεται για καταστάσεις θετικές ή αρνητικές, που είναι
φυσικό ή αναπόφευκτο να υπάρχουν, όπου και αν βρίσκεται κανείς και σε
οποιαδήποτε στιγμή: «παντού και πάντα θα υπάρχουν μεγάλοι ή μικροί ευεργέτες ||
αγαπημένες οικογένειες θα υπάρχουν παντού και πάντα || αρρώστιες θα υπάρχουν
παντού και πάντα»·
-
τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, βλ. λ. Γιάννης·
-
την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
-
της γειτόνισσας τ’ αβγά είναι πάντα πιο μεγάλα, βλ. λ. αβγό·
-
του ’κλεισε το στόμα μια για πάντα, βλ. λ. στόμα·
- χρυσωμένος γάιδαρος, πάντα γάιδαρος είναι, βλ. λ. γάιδαρος.