πανούκλα, η, ουσ. [<μσν. πανούκλα <λατιν. panucula (=
παρωτίδες) <panus (= οίδημα)], η πανώλη· γυναίκα πολύ άσχημη και μοχθηρή:
«είναι μια πανούκλα αυτή η γυναίκα, Θεός να σε φυλάει!»·
-
απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα, βλ. λ. κούκλα·
-
η κούκλα, η μούχλα, η πανούκλα (και το κακό συναπάντημα), βλ. λ. κούκλα·
-
πανούκλα να σε βρει! ή πανούκλα να σε πιάσει! ή πανούκλα να σε
φάει! είδος κατάρας με την έννοια να σε βρει μεγάλο κακό: «πανούκλα να σε
πιάσει, παλιόπαιδο, αν ξαναπειράξεις την κόρη μου!»·
-
σαν πεθάνω από συνάχι, φάσκελα να ’χ’ η πανούκλα, βλ. λ. συνάχι.