πανηγύρι, το, ουσ. [<μσν. πανηγύριν <μτγν. πανηγύριον,
υποκορ. του αρχ. ουσ. πανήγυρις], το πανηγύρι. 1. ομαδική διασκέδαση,
ομαδικό ξεφάντωμα, μεγάλο γλέντι: «στη ζωή θέλει δουλειά, γιατί δεν είναι μόνο
πανηγύρι». 2. στον πλ. τα πανηγύρια, ομαδικές εκδηλώσεις έντονου
ενθουσιασμού: «μετά τη λήξη του αγώνα οι φίλαθλοι άρχισαν τα πανηγύρια στους
δρόμους και στις πλατείες για την κατάκτηση του πρωταθλήματος». (Ακολουθούν 16
φρ.)·
-
γίνεται πανηγύρι, λέγεται στην περίπτωση που σε κάποιο μαγαζί, σε κάποιο
κατάστημα, παρατηρείται αθρόα προσέλευση πελατών: «κάθε Σάββατο στο τάδε σούπερ
μάρκετ γίνεται πανηγύρι». Από την εικόνα του πανηγυριού, όπου συγκεντρώνονται
πολλά άτομα·
-
έγινε πανηγύρι, επικράτησε μεγάλο γλέντι με φαγοπότι, χορό και τραγούδι:
«έχασες που δεν ήρθες στον αρραβώνα του τάδε, γιατί, μόλις έφυγαν οι
ηλικιωμένοι, έγινε πανηγύρι»·
-
έγινε του Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
-
είναι για τα πανηγύρια, α. (για πρόσωπα) είναι άνθρωπος χωρίς
καμιά υπόληψη, χωρίς καμιά σοβαρότητα, είναι ασήμαντος, ανάξιος λόγου,
τιποτένιος: «παντρεύτηκε έναν τύπο που είναι για τα πανηγύρια». β. (για
πράγματα, μηχανήματα) που έχει πολύ πρόχειρη κατασκευή και, κατ’ επέκταση, που
είναι άχρηστο: «αγόρασε μια τηλεόραση, που είναι για τα πανηγύρια! || αγόρασε
από χέρι ένα αυτοκίνητο που είναι για τα πανηγύρια!». Από το ότι στις λαϊκές
αγορές, που στήνονται κατά τη διάρκεια του πανηγυριού, πωλούνται πράγματα
αμφίβολης ποιότητας. Συνών. είναι για τα παζάρια·
-
είναι πανηγύρι, είναι πολύ εύθυμος, πολύ ευχάριστος: «πολύ τον πάω το
φίλο σου, γιατί είναι σκέτο πανηγύρι». Από την εικόνα του πανηγυριού, όπου ο
κόσμος χαίρεται και διασκεδάζει·
-
έχουν γιορτές και πανηγύρια, βλ. λ. γιορτή·
-
έχουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
-
έχουν πανηγύρι, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, διασκεδάζουν,
γλεντούν και χαίρονται πάρα πολύ: «κάθε χρόνο στην ονομαστική του γιορτή έχουν
πανηγύρι στο σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε έχουμε στο σπίτι πανηγύρι
και όλ’ οι φίλοι σου ρωτούνε πώς περνάς, ρωτάει για σένανε και μια
γειτονοπούλα, που σε αγάπησε και που την αγαπάς)·
-
η δουλειά είναι για τα πανηγύρια, βλ. λ. δουλειά·
-
θα γινόταν πανηγύρι, θα επικρατούσε, θα δημιουργούνταν επικίνδυνη
αναστάτωση, επικίνδυνη φασαρία, ανεξέλεγκτη κατάσταση: «αν έπαιρνε φωτιά και το
βενζινάδικο, που υπήρχε δίπλα απ’ το σπίτι που καιγόταν, θα γινόταν πανηγύρι».
Από το θόρυβο και την αταξία που υπάρχει κατά τη διάρκεια του πανηγυριού·
-
κάνουν χαρές και πανηγύρια, βλ. φρ. έχουν χαρές και πανηγύρια·
-
κάνω πανηγύρι, χαίρομαι υπερβολικά και εκφράζω τη χαρά μου με
ενθουσιώδεις εκδηλώσεις: «μόλις τους ανακοίνωσα ότι θα πάμε διακοπές, έκαναν
πανηγύρι»·
-
οι γύφτοι τα μαλώματα τα ’χουνε πανηγύρι, βλ. λ. γύφτος·
-
ρίχνω στου Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
-
στου Κουτρούλη το πανηγύρι, βλ. λ. Κουτρούλης·
- το κάνω ολόκληρο πανηγύρι, δίνω σοβαρές διαστάσεις σε ένα
επουσιώδες πρόβλημα, εκτιμώ υπερβολικά ένα γεγονός, καλό ή κακό: «χτύπησε λίγο
στο χέρι του και το ’κανε ολόκληρο πανηγύρι || του κέρασα μια φορά τα ποτά που
ήπιαμε και το ’κανε ολόκληρο πανηγύρι». Συνών. το κάνω ολόκληρη κουβέντα /
το κάνω ολόκληρη συζήτηση / το κάνω ολόκληρο θέμα.