πανέρι, το, ουσ. [<μτγν. πανάριον <λατιν. panerium
<panarium (= κάνιστρο για ψωμιά) <panis (= ψωμί)], το πανέρι·
-
απ’ όλα έχει το πανέρι, α. υπάρχει μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών:
«περάστε, κόσμε, να διαλέξετε και να πάρετε, γιατί απ’ όλα έχει το πανέρι». β.
(για κακόφημα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης) προσφέρεται πρόγραμμα με γυμνά
(χωρίς καμιά καλλιτεχνική αξία) ή συχνάζουν θαμώνες κάθε λογής (πόρνες,
ομοφυλόφιλοι, τραβεστί, ναρκομανείς): «ξέρω ένα μαγαζί που θα δεις πρωτόγνωρα,
γιατί απ’ όλα έχει το πανέρι». Συνών. απ’ όλα έχει ο μπαξές.
-
απ’ το πανέρι, λέγεται για οποιοδήποτε ρούχο πολύ φτηνό: «δες τι ωραία
μπλούζα που αγόρασα, κι όμως την πήρα απ’ το πανέρι». Από το ότι πολλά
καταστήματα τοποθετούν σε πανέρι τα ρούχα που πουλιούνται σε πολύ χαμηλές τιμές·
-
καλάθια και πανέρια! βλ. λ. καλάθι·
-
όλα τα ’χει το πανέρι, βλ. φρ. απ’ όλα έχει το πανέρι.