Παναμάς, ο, ουσ. [<ισπαν. Panamá], χώρα της κεντρικής Αμερικής,
όπου βρίσκεται και η ομώνυμη διώρυγα, όπου, κατά τη διάρκεια της διάνοιξής της,
σημειώθηκαν μεγάλα οικονομικά σκάνδαλα·
-
υπόθεση Παναμάς, πολύ μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο, κατάχρηση όπου είναι
αναμεμειγμένα και δημόσια πρόσωπα: «αυτό δεν ήταν κατάχρηση, παιδάκι μου, αυτό
ήταν υπόθεση Παναμάς». Η λαϊκή θυμοσοφία, από τη στιγμή που έδωσε δική της
ερμηνεία για το μεγαλύτερο καταρράχτη του κόσμου, το Νιαγάρα, ήταν αδύνατο να
αφήσει έξω και τη μεγαλύτερη διώρυγα του κόσμου, που το 1892, κατά τη διάνοιξη
της διώρυγας, ξέσπασε μεγάλο οικονομικό σκάνδαλο.