Παναγιώταινα, η, κύρ. όν. [<Παναγιώτης + κατάλ. -αινα], η γυναίκα
του Παναγιώτη: «η Παναγιώταινα ήταν μια τίμια και προκομμένη νοικοκυρά»·
-
απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα, από το καθόλου είναι προτιμότερη
μια μετριοπαθή επιλογή, ένα μικρότερο απόκτημα ή μια συμβιβαστική λύση και
λέγεται συνήθως ύστερα από σχετική αποτυχία: «μια και δεν είχα λεφτά ν’ αγοράσω
ένα μεγάλο αυτοκίνητο για όλη την οικογένεια, πήρα αυτό το κατσαριδάκι και να
σου πω, απ’ τ’ ολότελα καλή κι η Παναγιώταινα». Η φρ. ολοκληρωμένη είναι παρά
το ντιπ κι ολότελα, καλή κι η Παναγιώταινα και αποδίδεται στον πολιτικό Θ.
Δεληγιάννη.