Παναγία κ.
Παναγιά, η, ουσ. [<λόγ. μτγν. Παναγία, θηλ. του επιθ. πανάγιος], ένα από
τα προσωνυμία της μητέρας του Χριστού. Αποκούμπι και ελπίδα των πονεμένων,
λατρεύεται από χριστιανούς και μη και ο λαός της έχει δώσει δεκάδες εκατοντάδες
προσωνύμια: Θεοτόκος, ο Γλυκασμός των Αγγέλων, η Μεγάλη Μητέρα, η Πλατυτέρα των
Ουρανών, Παναγία η Γοργοϋπήκοος, Παναγία η Δεξιά, Παναγία η Εκατονταπυλιανή, Παναγία
η Τριχερούσα, η Παναγία Σουμελά, η Παναγία Φανερωμένη, Παναγία η Ελεούσα και
έπεται μεγάλη συνέχεια. Υποκορ. Παναγίτσα (βλ. λ.) και Παναΐτσα, η.
(Ακολουθούν 45 φρ.)·
-
Ανάσταση Παναγιά μου! βλ. λ. Ανάσταση·
-
αρχίζω τους Χριστούς και τις Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
-
βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, κερδίζει πολλά χρήματα από τη δουλειά του:
«έχει ένα εμπορικό στο κέντρο της αγοράς και βγάζει της Παναγιάς τα μάτια».
Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά /
βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το
τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα
κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του /
βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει
χρήμα με ουρά·
-
βόηθα Χριστέ και Παναγιά! ή βοήθα Χριστέ και Παναγία! βλ. λ. Χριστός·
-
γαμώ την Παναγία μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου:
«πάλι λάθος έκανα στη δουλειά, γαμώ την Παναγία μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει
πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ την Παναγία σου! ή σου γαμώ την Παναγία! α.
επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας
δημιουργεί προβλήματα: «πρόσεχε, γαμώ την Παναγία σου, γιατί με ξενύχιασες!».
(Λαϊκό τραγούδι: τον έσπασ’ ο μανδύας σου γαμώ την Παναγία σου!).
β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο
πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια
σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
-
γίνομαι Παναγία, συμπεριφέρομαι φρόνιμα, σεμνά, συνεσταλμένα: «όσο
άτακτο παιδί και να ’ναι, μόλις βλέπει τον πατέρα του, γίνεται Παναγία»·
-
εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που
θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, βλ. λ. Θεός·
-
έλα Παναγιά μου! επιφώνημα έκπληξης, ειρωνείας, δυσπιστίας ή
δυσαρέσκειας, ανάλογα με τον τόνο της φωνής που λέγεται·
- έλα
Χριστέ και Παναγία! ή έλα Χριστέ και Παναγιά μου! βλ. λ. Χριστός·
-
η Παναγία μαζί σου ή η Παναγιά μαζί σου, ευχή σε κάποιον που
ετοιμάζεται να επιχειρήσει κάτι ή που ξεκινάει για ταξίδι. (Λαϊκό τραγούδι: ώρα
καλή σας-ώρα καλή σας, άιντε να πάτε στο καλό κι η Παναγιά μαζί σας)·
-
η Παναγιά να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
-
η Παναγιά στ’ αμπέλι κι εμείς στο βαρέλι, πρόποση που γίνεται ανάμεσα σε
πότες, με την έννοια να βοηθήσει η Παναγία να υπάρξει καλή σοδειά για να
μπορέσουμε να πιούμε εμείς το κρασί που θα βγει από αυτή·
-
κάθεται σαν Παναγία, κάθεται σε μια θέση φρόνιμος, σεμνός και
συνεσταλμένος: «μπορεί να είναι άτακτο παιδί, αλλά όταν έρχονται επισκέψεις στο
σπίτι, κάθεται σαν Παναγία»·
-
κάνω την Παναγία, α. προσποιούμαι το φρόνιμο, το σεμνό, το
συνεσταλμένο: «κάθε φορά που είναι μπροστά του ο πατέρας του, κάνει την
Παναγία». β. προσποιούμαι τον ανήξερο, τον αδιάφορο: «σε σένα μιλάω, μην
κάνεις την Παναγία!»·
-
κατεβάζω Χριστούς και Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
-
κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, κλέβει ασύστολα: «έχει μια θέση στις
προμήθειες του εργοστασίου και κλέβει της Παναγιάς τα μάτια»·
-
μα την Παναγία! ή μα την Παναγιά! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί
σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «μα την Παναγία, σου λέω, έτσι έγιναν τα
πράγματα!». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες, ρε Ερηνάκι, και δεν έχω γεια, μ’ αν
σε πιάσω, θα σε σκίσω, μα την Παναγιά). Ο όρκος πολλές φορές
δίνεται έπειτα από απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι
φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα·
-
με της Παναγίας τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία της Παναγίας:
«με της Παναγίας τη χάρη, έγινε καλά το παιδί μου»·
-
μέχρι Παναγίας, μέχρι το τέλος, μέχρι τα άκρα: «θα σε κυνηγήσω μέχρι
Παναγίας για να σ’ εκδικηθώ»·
-
μη για όνομα της Παναγίας! βλ. συνηθέστ. μη για όνομα του Θεού! λ.
Θεός·
-
μου βγαίνει η Παναγία, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου
βγήκε η Παναγία, μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η πίστη /
μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο
πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
-
μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι,
κατατυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα για να μπορέσω να τα
φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα
/ μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο
κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο
Χριστός ανάποδα·
-
να με κάψει η Παναγία! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε
σε κάποιον: «να με κάψει η Παναγία, αν σου λέω ψέματα!»·
- ο Χριστός κι η Παναγία! βλ. λ. Χριστός·
- παιδί της Παναγιάς, βλ. λ. παιδί·
-
Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα
Παναγιά μου! επίκληση για βοήθεια από την Παναγία: «Παναγιά μου, βόηθα να
περάσει κι αυτό το κακό! || Παναγία μου, βοήθα να περάσει ο γιος μου στο
πανεπιστήμιο!». (Λαϊκό τραγούδι: και βουλιάζει η ζωή μας στα λασπόνερα, βόηθα,
Παναγιά μου,και μη χειρότερα). Πολλές φορές, της φρ.
προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή Βαγγελίστρα
βοήθα ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Θεέ μου
βόηθα! ή Θεέ μου βοήθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή βοήθα Θεέ
μου(!)·
-
Παναγιά μου! ή Παναγία μου! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού,
φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «πώς το ’κανα εγώ αυτό, Παναγία μου! || Παναγιά
μου, ούτε που το περίμενα πως θα περνούσαμε τόσο καλά! || Παναγιά μου, τι όμορφα
που είναι εδώ! || Παναγιά μου, θα τρακάρουμε! || Παναγιά μου, κάνε να γίνει
καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: σε καλό μου, Παναγιά μου, πούλησα
τον μπαγλαμά μου // Παναγιά μου,ένα μωρό που μπήκε μέσα στο χορό).
Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα
μου! / Θεέ μου! / Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! / Χριστέ μου(!)·
-
Παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! επίκληση στην Παναγία για
προστασία. (Λαϊκό τραγούδι: ένας άντρας το πρωί το αίμα του εκύλαγε το δικό
μου το παιδί. –Παναγιά μου φύλαγε). Συνών. Θεέ μου φύλαγε! /
Χριστέ μου φύλαγε(!)·
-
ρίχνω Χριστούς και Παναγίες, βλ. λ. Χριστός·
-
στέκεται σαν Παναγία, βλ. φρ. κάθεται σαν Παναγία·
-
τ’ αλογάκι της Παναγιάς, βλ. λ. αλογάκι·
-
τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
-
τάζω της Παναγιάς τα μάτια, υπόσχομαι πολλά και απίθανα πράγματα: «του
’ταξα της Παναγιάς τα μάτια, αν θα κατέθετε ως μάρτυρας υπεράσπισης»·
-
Της Παναγίας, η 15η Αυγούστου ως ημέρα γιορτής αφιερωμένης στην Παναγία:
«Της Παναγίας το ’χουμε τάμα να πάμε στην Τήνο»·
-
της Παναγιάς τα μάτια, πλήθος υλικών αγαθών: «κουβαλάει στο σπίτι του
της Παναγιάς τα μάτια»·
-
το δάκρυ της Παναγιάς, βλ. λ. δάκρυ·
-
το ζωνάρι της Παναγιάς, βλ. λ. ζωνάρι·
-
τον έκανα Παναγία, τον θερμοπαρακάλεσα, τον ικέτεψα: «μια ώρα τον έκανα
Παναγία, μέχρι να τ’ αποφασίσει να με βοηθήσει»·
-
του αλλάζω την Παναγία, βλ. φρ. του βγάζω την Παναγία·
-
του βγάζω την Παναγία, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «αν
πέσει στα χέρια μου, θα του βγάλω την Παναγία, γιατί τον έχω άχτι». Συνών. του
βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το Θεό / του βγάζω το λάδι /
του βγάζω το Χριστό ·
-
του βγάζω την Παναγία ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον
κατατυραννώ: «αν τον πάρω στη δουλειά μου, θα του βγάλω την Παναγία ανάποδα για
να μάθει τι θα πει δουλειά στις οικοδομές». Συνών. του βγάζω την πίστη
ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του
βγάζω το Θεό ανάποδα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω
(απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
-
του βγάζω την Παναγία στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
-
του γαμώ την Παναγία, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω:
«επειδή δεν του επέστρεφε τα δανεικά που του χρωστούσε, τον έπιασε μπροστά στον
κόσμο και του γάμησε την Παναγία». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια
και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις τον είδε ο πατέρας του μεθυσμένο, του
γάμησε την Παναγία || τον έπιασε στα χέρια του και του γάμησε την Παναγία». γ.
εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ.
γαμώ·
-
Χριστέ και Παναγία! ή Χριστέ και Παναγιά! ή Χριστέ και Παναγιά
μου! ή Χριστός και Παναγία! βλ. λ. Χριστός.