παλούκι, το, ουσ. [<μσν. παλούκιον, υποκορ. του λατιν.
paluceus], το παλούκι. 1. όργανο με το οποίο γινόταν παλιότερα ο
ανασκολοπισμός. Περνούσαν το παλούκι από τον πρωκτό του θύματος και με συνεχή
χτυπήματα το έβγαζαν από την πλάτη ή τον ώμο του θύματος το οποίο άλλοτε
πέθαινε ακαριαία και άλλοτε έπειτα από μερικές ώρες ή μέρες: «όλοι οι
αιχμάλωτοι αυτό που φοβόντουσαν περισσότερο ήταν το παλούκι». Συνών. καζίκι
(1). 2. μεγάλη δυσκολία, αντιξοότητα, ιδίως σε κάποια δουλειά, σε
κάποια εργασία, σε κάποια κατάσταση: «είναι μέσ’ στα νεύρα του, γιατί του ’τυχε
ένα παλούκι στη δουλειά του και δεν ξέρει τι να κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: στις
εξάρσεις μου απάνω πριν προλάβω ν’ ανασάνω, ο λοχίας κάνει μπούκα, ωχ αμάν κάτι
παλούκια).3. οτιδήποτε θεωρούμε πως είναι πολύ
δύσκολο ή κρίσιμο σε κάποια πορεία μας: «όλα τα θέματα στις εξετάσεις ήταν
παλούκια». Από το ότι παλιότερα χρησιμοποιούσαν τα παλούκια ως μέσο
βασανιστηρίου ή και θανάτωσης (παλούκωμα). Συνών. αγγούρι (1, 2) / καζίκι
(2, 3)·
-
άνθρωπος του σκοινιού και του παλουκιού, βλ. λ. άνθρωπος·
-
η δουλειά είναι παλούκι, βλ. λ. δουλειά·
-
κάθεται σαν παλούκι, βλ. φρ. στέκεται σαν παλούκι·
-
κάθομαι στο παλούκι ή κάθομαι στα παλούκια, βρίσκομαι σε πολύ
δύσκολη κατάσταση, περνώ οικονομικές δυσκολίες: «όλοι τη βόλεψαν μια χαρά και
μόνο εγώ κάθομαι ακόμα στο παλούκι»·
-
καλάμια και παλούκια! βλ. λ. καλάμι·
-
όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, όποιος
αποτολμά επικίνδυνα εγχειρήματα ή όποιος μπερδεύεται σε ύποπτες υποθέσεις,
κάποτε θα έρθει η στιγμή που θα πάθει μεγάλη ζημιά: «άσε τα επικίνδυνα
ανοίγματα, γιατί, όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του»·
-
πέφτω σε παλούκι ή πέφτω σ’ ένα παλούκι, αντιμετωπίζω μεγάλη
δυσκολία, ιδίως σε κάποια δουλειά, σε κάποια εργασία: «έπεσα σ’ ένα παλούκι,
που μ’ έριξε ένα μήνα πίσω στη δουλειά»·
-
στέκεται σαν παλούκι, στέκεται συνεσταλμένος και άφωνος σε μια θέση,
είτε γιατί δεν έχει ή δεν ξέρει κάτι να πει είτε γιατί βρίσκεται σε άγνωστο
περιβάλλον και δεν ξέρει πώς να συμπεριφερθεί: «ποιος είναι εκείνος ο νεαρός
που στέκεται σαν παλούκι κοντά στην πόρτα; || επειδή βρισκόταν σε ξένο
περιβάλλον, έπιασε μια γωνιά και στεκόταν σαν παλούκι || έλα κοντά μας, ρε
φίλε, μη στέκεσαι σαν παλούκι». Συνών. στέκεται σαν αγγούρι.