παλιατζίδικο, το, ουσ. [<παλιατζής + κατάλ. -ίδικο]. 1. το
κατάστημα του παλιατζή: «κάθε απόγευμα επιστρέφει στο παλιατζίδικό του και
ξεφορτώνει αυτά που έχει αγοράσει απ’ τις γειτονιές». 2. οποιοδήποτε παλιό
και φθαρμένο αντικείμενο χωρίς καμιά αξία, η παλιατζούρα: «τι παλιατζίδικο
πράγμα είναι αυτό που έβαλες στο σαλόνι σου!». 3. σπίτι ή χώρος
φορτωμένος με πολλά ετερόκλητα αντικείμενα και χωρίς πολύ φως ή καλό εξαερισμό:
«με κάλεσε κι μένα, αλλά μόνο που σκέφτομαι ότι θα περάσω το βράδυ μου στο
παλιατζίδικό του, με πιάνει ταραχή». 4. στον πλ. τα παλιατζίδικα,
εκείνη η περιοχή της πόλης στην οποία είναι συγκεντρωμένα πολλά παλαιοπωλεία ή
όλα τα παλαιοπωλεία: «κάθε τόσο πηγαίνει στα παλιατζίδικα, μήπως και βρει
κανένα πράγμα αξίας». (Λαϊκό τραγούδι: κάτω στα παλιατζίδικα μας
πιάσανε ντουμάνι και κει που πίναμ’ αργιλέ πλακώσαν πολιτσμάνοι)·
-
είναι για τα παλιατζίδικα, (για πράγματα), βλ. φρ. είναι για τον
παλιατζή, λ. παλιατζής.