παλιατζής, ο, ουσ. [<επίθ. παλιός + κατάλ. -τζής], αυτός που
αγοράζει και πουλά παλιά αντικείμενα, ο παλαιοπώλης. (Λαϊκό τραγούδι: πάρε
ό,τι θέλεις παλιατζή, από μι’ αγάπη που δε ζει, αφού δεν είμαστε
μαζί, πάρε ό,τι θέλεις παλιατζή)·
-
είναι για τον παλιατζή, (για πράγματα) έχει ανεπανόρθωτα φθαρεί, έχει
καταστραφεί, οπότε μας είναι τελείως άχρηστο: «θ’ αγοράσω καινούριο ψυγείο,
γιατί αυτό που έχω είναι για τον παλιατζή».