πάλι, επίρρ.
[<αρχ. πάλιν], πάλι. 1. ξανά: «είχε κόψει το τσιγάρο, αλλά τον είδα
πάλι να καπνίζει». (Λαϊκό τραγούδι: αν κάποτε στα βρόχια του πιαστείς,
κανείς δεν θα μπορέσει να σε βγάλει, μονάχος βρες την άκρη της κλωστής κι αν
είσαι τυχερός, ξεκίνα πάλι). 2. εντούτοις: «παρόλο που έχει
προβλήματα με τα πνευμόνια του, πάλι καπνίζει». (Ακολουθούν 32 φρ.)·
-
άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! βλ. λ. άλλος·
-
άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. λ. άλλος·
-
άλλο πάλι! βλ. λ. άλλος·
-
άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι και τούτος! βλ. λ. άλλος·
-
άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. λ. πάλι·
-
άλλος πάλι! βλ. λ. άλλος·
-
αρχίζω πάλι απ’ την αρχή, βλ. λ. αρχή·
-
άρχισε πάλι τα ίδια, βλ. λ. ίδιος·
-
αυτό πάλι πού το βάζεις; βλ. λ. αυτός·
-
αυτό πάλι πού το πας; βλ. λ. αυτός·
-
αυτό πάλι πώς το βλέπεις; βλ. λ. αυτός·
-
βάζω πάλι την κασέτα, βλ. λ. κασέτα·
-
βάζω πάλι την ομάδα στο παιχνίδι, (για ποδοσφαιριστές ή
μπασκετμπολίστες) βλ. λ. ομάδα·
-
είπε πάλι τον καλό του το λόγο! βλ. λ. λόγος·
-
είπε πάλι τον καλό του το λόγο, βλ. λ. λόγος·
-
έλα πάλι! βλ. λ. έλα·
-
η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα θα είναι, βλ. λ. λίρα·
-
και κραγιόν να βάλεις σε γουρούνι, πάλι γουρούνι είναι, βλ. λ. γουρούνι·
-
και πάλι, παρ’ όλα αυτά: «αυτός με κατηγόρησε, όμως εγώ και πάλι τον
βοήθησα, όταν χρειάστηκε τη βοήθειά μου»·
-
και πάλι μάγκας είσαι ή και πάλι μάγκας θα ’σαι, βλ. λ. μάγκας·
-
ναι και πάλι ναι, βλ. λ. ναι·
-
ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει, βλ. λ. χρυσός·
-
όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
-
όχι και πάλι όχι, βλ. λ. όχι·
-
πάλι απ’ την αρχή! βλ. λ. αρχή·
-
πάλι και πάλι, δηλώνει έμφαση, ιδίως για αρνητική πράξη ή συνήθεια που
επαναλαμβάνεται συνεχώς: «μου είχε υποσχεθεί πως θα κόψει το πιοτό, αλλά πάλι
και πάλι πίνει». Συνών. πάλι τα ίδια(!)·
-
πάλι καλά που…, βλ. λ. καλός·
-
πάλι τα ίδια; βλ. λ. ίδιος·
- πάλι τα ίδια! βλ. λ. ίδιος·
- τι είναι πάλι! έκφραση δυσφορίας για τα συνεχιζόμενα παράπονα ή τις
συνεχιζόμενες απαιτήσεις κάποιου·
- τους βλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι δυο
δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα·
- τους μαλάκες με την κόσα να τους θερίζεις, πάλι
δυο δυο θα βγαίνουν σαν τα κεφάλια της Λερναίας Ύδρας, βλ. λ. κόσα.