άουτ,
το, άκλ. ουσ.
[<αγγλ. out (= έξω)], (ιδίως στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η περίπτωση που
κάποιος παίχτης βγάζει την μπάλα έξω από την οριζόντια γραμμή στην οποία
βρίσκεται η αντίπαλη εστία. Στην περίπτωση που τη βγάζει επιτιθέμενος παίχτης,
η μπάλα επανέρχεται στον αγωνιστικό χώρο με χτύπημα από τον αντίπαλο παίχτη, αν
όμως τη βγάλει αμυνόμενος, τότε ο αντίπαλος παίχτης την επαναφέρει στον
αγωνιστικό χώρο από το σημείο του κόρνερ: «μετά το άουτ ο τερματοφύλακας έστησε
την μπάλα στη γωνία της μικρής του περιοχής και σούταρε δυνατά προς το κέντρο
του γηπέδου»· βλ. και φρ. πλάγιο άουτ·
- βγαίνω
άουτ, (στη νεοαργκό) εγκαταλείπω μια δουλειά, μια υπόθεση ή μια προσπάθεια,
ιδίως από σωματική κούραση ή από οικονομική αδυναμία: «σταμάτησα λίγο να
ξαποστάσω, γιατί, καθώς δούλευα ασταμάτητα απ’ το πρωί, νωρίς τ’ απόγευμα είχα
βγει άουτ || βγήκα άουτ απ’ τον πλειστηριασμό, μόλις άρχισε να πλειοδοτεί ο
τάδε βιομήχανος»·
- βγαίνω
νοκ άουτ, βλ. φρ. βγαίνω νοκάουτ, λ. νοκάουτ·
- είμαι
άουτ, α. (στη νεοαργκό) είμαι έξω από μια δουλειά ή μια υπόθεση, δε
συμμετέχω: «επειδή έχω διαφορετική γνώμη, είμαι άουτ απ’ τη συγκεκριμένη
δουλειά». β. δεν είμαι ενήμερος σε κάτι ή είμαι εκτός θέματος: «σταμάτα
να μιλάς, γιατί είσαι άουτ». γ. είμαι ανεπίκαιρος, δεν είμαι της μόδας:
«μα είναι δυνατό εσύ, ένας σύγχρονος άνθρωπος, να είσαι άουτ!». δ. λέω ή
κάνω απρέπειες: «όταν νευριάζεις, είσαι εντελώς άουτ». Αντίθ. είμαι ιν·
- πλάγιο
άουτ, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) η περίπτωση που κάποιος παίχτης βγάλει
την μπάλα έξω από τις δυο παράλληλες γραμμές κατά μήκος του γηπέδου, που
ορίζουν τον αγωνιστικό χώρο. Στην περίπτωση αυτή, η μπάλα επανέρχεται στον
αγωνιστικό χώρο με χτύπημα με τα χέρια από τον αντίπαλο παίχτη: «κάθε φορά που
η μπάλα βγαίνει πλάγιο άουτ, το χτυπάει ο τάδε που έχει πολύ δυνατά χέρια».