αόμματος,
-η, -ο, επίθ.
[<μσν. ἀόμματος <α- στερητ. + ὄμμα (= μάτι)], αόμματος· που δε βλέπει ή
που προσποιείται πως δε βλέπει, πως δεν αντιλαμβάνεται τις απιστίες που του
κάνει το ερωτικό του ταίρι: «μα καλά, αόμματος είσαι και δε βλέπεις τα καμώματα
της γυναίκας σου;». Η λ. κυκλοφόρησε στα πλατιά στρώματα μετά το
κινηματογραφικό έργο «Η κάλπικη λίρα», όπου ο Μίμης Φωτόπουλος προσποιείται με
επιτυχία τον τυφλό και κάθε τόσο και λιγάκι αναφωνεί: αόμματος(!)·
-
βοηθήστε στραβοί τον αόμματο, βλ.
συνηθέστ. βοηθήστε στραβοί τον ανοιχτομάτη, λ. ανοιχτομάτης. Από αφορμή
της πολύ επιτυχημένης ερμηνείας του τυφλού από το Μίμη Φωτόπουλο στο
κινηματογραφικό έργο «η κάλπικη λίρα», και από το ότι κάθε άλλο παρά τυφλός
ήταν, αφού και τον αστυφύλακα εκμεταλλευόταν, αλλά και τα όμορφα πόδια της
πόρνης παρακολουθούσε, που την υποδυόταν η Σπεράντζα Βρανά, αποδίδεται
λανθασμένα η ίδια ερμηνεία με το βοηθήστε στραβοί τον ανοιχτομάτη.