πακέτο, ουσ.
[<ιταλ. pacchetto <γαλλ. paquet], το πακέτο. 1. μικρό κουτί από
χαρτόνι για τσιγάρα: «καπνίζω τρία πακέτα τη μέρα». (Λαϊκό τραγούδι: πρώτο πακέτο,
πρώτο μπουκάλι και η καρδιά μου σε μαύρο χάλι). 2. σύνολο προτάσεων
ή ενεργειών, που είναι για επεξεργασία ή για εκτέλεση: «ο υπουργός Εθνικής
Οικονομίας, παρουσίασε νέο πακέτων προτάσεων για την πάταξη της φοροδιαφυγής ||
για την καλοκαιρινή σεζόν πολλά ξενοδοχεία προσφέρουν διάφορα πακέτα στους
πελάτες τους». 3α. (στη γλώσσα της αργκό) τα χρήματα: «άμα σου λείπει το
πακέτο, δεν μπορείς να κάνεις τίποτα». β. τα γεννητικά όργανα του άντρα
που σχηματίζονται πολύ ευδιάκριτα, όταν φοράει στενό παντελόνι και, κατ’
επέκταση, τα γεννητικά όργανα του άντρα που είναι μεγάλα: «είχε μπροστά του
τέτοιο πακέτο, που ήταν αδύνατο να μην το προσέξεις». 4. (στη γλώσσα των
ναρκωτικών) ουσία που μοιάζει με ναρκωτικό ή φακελάκι χωρίς περιεχόμενο, που
διακινείται μόνο και μόνο για απόσπαση χρημάτων: «μόνο όταν πήγε να πάρει τη
δόση του κατάλαβε πως είχε πάρει πακέτο». 5. (στο χώρο της αγοραπωλησίας
βρεφών) το βρέφος που δηλώνεται στη μητέρα ως νεκρό για να πουληθεί σε κάποιο
ενδιαφερόμενο ζευγάρι, που δεν μπορεί να αποκτήσει παιδιά: «μου τηλεφώνησε ο
τάδε γιατρός πως αύριο ενδέχεται να έχει ένα πακέτο». Η λ. σε χρήση από τα μέσα
του 2003. Συνών. σακί( 3)·
-
είναι πακέτο, (στη νεοαργκό για πράγματα, καταστάσεις ή καλλιτεχνικά
θεάματα) είναι πολύ κακό: «μην πας να δεις το τάδε έργο, γιατί είναι πακέτο»·
-
έφαγα πακέτο, α. (στη νεοαργκό) μου έτυχε δυσκολία, μου
δημιουργήθηκε δύσκολη κατάσταση: «πήγα να τα βάλω με τον τάδε, χωρίς να ξέρω
ότι είναι καρατίστας, κι έφαγα πακέτο, γιατί μ’ έκανε τ’ αλατιού || μου ζητούσε
επίμονα τα λεφτά που μου είχε δανείσει, κι έφαγα πακέτο μπροστά στον κόσμο». β.
δεν έγινε από κάποια αποδεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικών σχέσεων:
«μ’ αρέσει πολύ αυτή η γυναίκα, αλλά όταν της ζήτησα να φτιάξουμε, έφαγα
πακέτο». Συνών. έφαγα χυλόπιτα·
-
έχει πακέτο, έχει χρήματα: «έχει την εντύπωση πως, επειδή έχει πακέτο,
μπορεί και να κάνει ό,τι θέλει»·
-
έχει χοντρό πακέτο, έχει πολλά χρήματα: «αυτόν μην τον νοιάζεσαι
καθόλου, γιατί έχει χοντρό πακέτο»·
-
μένω πακέτο, (στη νεοαργκό) μένω μόνος, χωρίς παρέα, χωρίς συντροφιά,
χωρίς ερωτικό ταίρι: «έλειπα χρόνια απ’ την πόλη μου και τώρα, που ξαναγύρισα,
έμεινα πακέτο». Από την εικόνα του ανεπίδοτου πακέτου·
-
πάει πακέτο, (για πράγματα) δεν μπορεί να πωληθεί ανεξάρτητο, συνοδεύει
ή συνοδεύεται και από ένα άλλο: «αυτό το κηροπήγιο πάει πακέτο μ’ αυτό τ’ άλλο,
οπότε πρέπει να τ’ αγοράσετε και τα δυο». Συνών. πάει σετ·
-
πάμε πακέτο, δε χωρίζουμε, είμαστε πάντοτε μαζί. (Λαϊκό τραγούδι: εμείς
οι δυο πάμε πακέτο, δε θα χωρίσουμε ποτέ, εμείς οι δυο πάμε πακέτο,
κατάλαβέ το). Συνών. πάμε σετ·
-
πήρε όλο το πακέτο, κέρδισε όλα τα χρήματα, ιδίως σε ένα κύκλο, σε ένα
χώρο εργασίας: «δεν είχε κανένα μαγαζί πρόγραμμα της προκοπής και, μόλις έφερε
ο τάδε τον Πάριο, πήρε όλο το πακέτο»·
-
τη στέλνω πακέτο, πείθω μια γυναίκα να πάει με έναν άντρα που ήδη την περιμένει
σε κάποιο χώρο (γκαρσονιέρα, δωμάτιο ξενοδοχείου κ.λπ.): «πήγαινε στην
γκαρσονιέρα σου εσύ, κι αφού σ’ αρέσει τόσο πολύ αυτή η γυναίκα, θα σου τη
στείλω πακέτο». Από την εικόνα του υπαλλήλου που μεταφέρει στο σπίτι του πελάτη
τα πακέτα με τα ψώνια που έχει κάνει·
-
την έστειλα πακέτο στη μάνα της, διέλυσα τον ερωτικό δεσμό που είχα μαζί
της, την έδιωξα: «μόλις κατάλαβα πως μου μιλούσε για γάμο, την έστειλα πακέτο
στη μάνα της»·
-
τον κάνω πακέτο, τον δέρνω άγρια, τον κατανικώ: «πες του να μη μου κουνιέται,
γιατί θα τον κάνω πακέτο και θα ψάχνεται».