παιχνιδάκι κ.
παιγνιδάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. παιχνίδι]. 1. μικρό παιχνίδι:
«κάθε φορά που έρχεται ο παππούς στο σπίτι, όλο και φέρνει και κάποιο
παιχνιδάκι για τον εγγονό του». 2. οτιδήποτε μπορεί να γίνει με πολλή
άνεση, με μεγάλη ευκολία: «αυτό που μου ’βαλες να κάνω, είναι παιχνιδάκι για
μένα». (Λαϊκό τραγούδι: τους ενόμισες πως ήταν παιχνιδάκι,μα
μέσα στη Μεσόγειο σε πότισαν φαρμάκι). 3. στον πλ. τα
παιχνιδάκια, οι ακκισμοί, τα νάζια: «δε θα με τουμπάρεις με τα παιχνιδάκια
σου». (Λαϊκό τραγούδι: τηνε διώχνω με γινάτι και την άλλη μέρα να τη,
έρχεται με παιχνιδάκια και μου κάνει κορδελάκια)·
-
αυτή η δουλειά είναι παιχνιδάκι για μένα, βλ. λ. δουλειά·
-
έγινε παιχνιδάκι στα χέρια του (της), βλ. φρ. είναι παιχνιδάκι στα
χέρια του (της)·
-
είναι παιχνιδάκι για μένα, μου είναι πάρα πολύ εύκολο να κάνω αυτό που
μου αναθέτει κάποιος, είτε γιατί είναι πολύ εύκολο είτε γιατί το κατέχω πάρα
πολύ καλά: «αυτό που μου ’βαλες να κάνω, είναι παιχνιδάκι για μένα»·
-
είναι παιχνιδάκι η δουλειά ή η δουλειά είναι παιχνιδάκι, βλ. λ. δουλειά·
-
είναι παιχνιδάκι στα χέρια του (της), δεν έχει καθόλου βούληση, είναι
εντελώς υποχείριό του (της): «μπορεί να είναι πανέμορφη γυναίκα, αλλά είναι
παιχνιδάκι στα χέρια του τάδε»·
-
κάνω παιχνιδάκια, κάνω νάζια, ακκίζομαι: «μόλις αρχίζει η γυναίκα του να
του κάνει παιχνιδάκια, δεν μπορεί να της αρνηθεί τίποτα»·
-
τον (την) έκανε παιχνιδάκι στα χέρια της (του), τον έχει εντελώς
υποχείριό της (του): «κάποτε ήταν βαρύς κι ασήκωτος, αλλά απ’ τη μέρα που την
ερωτεύτηκε, τον έκανε παιχνιδάκι στα χέρια της».