παίζομαι, ρ.
[παθητ. του ρ. παίζω], συνήθως στο γ΄ εν. πρόσ. παίζεται, 1. υπάρχει
ακόμα προοπτική για ένα θετικό, για ένα καλό αποτέλεσμα: «θα επιμείνω σ’ αυτή
την υπόθεση, γιατί έχω την εντύπωση πως δε χάθηκε οριστικά και πως ακόμα
παίζεται». 2. ένα θετικό ή ένα καλό αποτέλεσμα είναι διφορούμενο, είναι
θέμα τύχης: «απ’ ό,τι ξέρω, παίζεται η πρόσληψή σου στην εταιρεία». 3. η
έκβαση βρίσκεται σε κρίσιμη φάση, κρίνεται: «σ’ αυτές τις εκλογές παίζεται η
καριέρα μου ως πολιτικού, γιατί, ή εκλέγομαι και συνεχίζω ή αποτυχαίνω και τα
παρατάω». 4. (για κινηματογραφικές ταινίες) προβάλλεται: «η τάδε ταινία
παίζεται στους πιο πολλούς κινηματογράφους της πόλης μας». 5. (στη
νεοαργκό) συμβαίνει αυτή τη στιγμή κάτι: «πάμε γρήγορα στο μπαράκι, γιατί έμαθα
πως παίζεται μια σπουδαία φάση». 6. εξαρτάται: «θα ’ρθεις μαζί μας το
βράδυ στα μπουζούκια; -Παίζεται, γιατί, αν είναι κι ο τάδε που δεν τον πάω, δε
θα ’ρθω». (Ακολουθούν 18 φρ.)·
-
δεν παίζεται, α. είναι ανίκητος, ακαταμάχητος, ασυναγώνιστος,
παμπόνηρος για καλό ή για κακό: «μην επιχειρήσεις να τα βάλεις μ’ αυτόν τον
άνθρωπο, γιατί δεν παίζεται || είναι μια γυναικάρα, που δεν παίζεται || είναι
τόσο έξυπνος άνθρωπος, που δεν παίζεται || είναι τόσο απατεώνας, που δεν
παίζεται». β. είναι ανεκδιήγητος, δεν περιγράφεται: «έχω δει πολλούς
ανόητους στη ζωή μου, όμως αυτός δεν παίζεται». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με
το με τίποτα·
-
όλα παίζονται, όλα είναι ανοιχτά για οποιοδήποτε αποτέλεσμα, για
οποιαδήποτε έκβαση: «δεν πρέπει να κάνουμε πίσω, γιατί δεν αποφάσισαν ακόμα σε
ποιον θα δώσουν τη δουλειά, κι έτσι όλα παίζονται»· βλ. και φρ. παίζονται
όλα·
-
παίζεται δράμα ή παίζεται ένα δράμα, βλ. λ. δράμα·
-
παίζεται η ζωή μου (κορόνα γράμματα), βλ. λ. ζωή·
-
παίζεται η θέση μου, βλ. λ. θέση·
-
παίζεται η τύχη μου, βλ. λ. τύχη·
-
παίζεται παιχνίδι κέντρου, βλ. λ. παιχνίδι·
-
παίζεται συρτό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
παίζεται το κεφάλι μου (κορόνα γράμματα), βλ. λ. κεφάλι·
-
παίζεται το μέλλον μου, βλ. λ. μέλλον·
-
παίζεται ύποπτο παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
παίζεται χοντρό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
παίζεται χοντρό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
-
παίζεται ψηλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
παίζεται ψιλό παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
-
παίζεται ψιλό χαρτί, βλ. λ. χαρτί·
- παίζονται όλα, διακυβεύονται τα πάντα: «σκέψου πολύ καλά, πριν
βάλεις την υπογραφή σου, γιατί παίζονται όλα σ’ αυτή τη δουλειά»· βλ. και φρ. όλα
παίζονται·
- παίζονται χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά.