παιδούλα, η, ουσ. [<παιδί + κατάλ. -ούλα], το μικρό κορίτσι:
«έχει ένα μεγάλο γιο και μια παιδούλα, που πηγαίνει ακόμα στο γυμνάσιο».
(Τραγούδι: το ’χα τρακάρει, το ’χα αγαπήσει, ήσουν παιδούλα κι
ολοζώντανη, μα πια σουτάρεις, και ποιος να σε γνωρίσει, δε φτάνει να ’σαι
μοναχά παιδί)·
-
το παίζει παιδούλα, βλ. φρ. το παίζει μπεμπέκα, λ. μπεμπέκα.