παιδικός, -η κ. -ιά, -ό, επίθ. [<αρχ. παιδικός],
παιδικός. α. το αρσ. ως ουσ. ο παιδικός, δημόσιο ή ιδιωτικό
ίδρυμα με ειδικευμένο προσωπικό στο οποίο οι εργαζόμενες μητέρες αφήνουν την
καθημερινή φύλαξη των παιδιών τους προσχολικής ηλικίας με διατροφή και
ψυχαγωγία, αλλά ακόμη και νηπίων και βρεφών: «κάθε πρωί αφήνει το παιδί της
στον παιδικό κι έπειτα πηγαίνει στη δουλειά της». β. το ουδ. ως ουσ. το
παιδικό, κατάλληλα διαμορφωμένοδωμάτιο για παιδί: «παρήγγειλε μια
βιβλιοθήκη για το παιδικό». γ. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα παιδικά, (για
είδη ένδυσης ή υπόδησης) κατάλληλα για παιδί: «στη γειτονιά μας άνοιξε ένα
κατάστημα που πουλάει μόνο παιδικά»·
- απ’ τα παιδικά του, βλ. φρ. απ’ τα παιδικάτα του, λ.
παιδικάτα·
-
βγάζει την παιδική (ενν. αρρώστια), (για νήπια) βγάζει στο κορμί του
εξανθήματα τα οποία είναι προάγγελος ιλαράς, ανεμοβλογιάς ή ερυθράς: «πήγε άρον
άρον το παιδάκι της στη γιατρό, γιατί έχει την εντύπωση πως βγάζει την παιδική»·
-
παιδική χαρά, α. κατάλληλα διαμορφωμένος υπαίθριος χώρος στον
οποίο μπορούν να παίζουν τα παιδιά: «η παιδική χαρά της περιοχής μας έχει
κούνιες, τραμπάλες, τσουλήθρες κι έναν μεγάλο λαβύρινθο». β. λέγεται
ειρωνικά για εργασιακό χώρο όπου δεν επικρατεί τάξη και ο καθένας κάνει ό,τι
θέλει ή προσέρχεται και φεύγει όποια ώρα θέλει: «αυτή δεν είναι επιχείρηση,
αλλά παιδική χαρά κι απ’ ό,τι βλέπω, δεν το γλιτώνει το λουκέτο». Παρομοίωση με
την παιδική χαρά, όπου παίζουν τα μικρά παιδιά·
- παιδικός σταθμός, βλ. λ. παιδικός (α).