παθός, ο, ουσ.
[από τη μτχ. παθών], αυτός που έπαθε κάτι κακό ή δυσάρεστο, αυτός που από δική
του κακή πείρα γνωρίζει κάτι·
-
είμαι παθός, έχω πάθει κι εγώ το ίδιο κακό με αυτό για το οποίο γίνεται
λόγος. (Λαϊκό τραγούδι: Αποστόλη αδερφέ μου, πες μου εσύ που ’σαι παθός )·
-
ο παθός γιατρός, αυτός που πέρασε μια αρρώστια, ξέρει πώς να την
αντιμετωπίσει αν ξαναρρωστήσει ή μπορεί να συμβουλέψει άλλους που βρίσκονται σε
ανάλογη δυσάρεστη κατάσταση: «αν θέλεις να περάσει το στομάχι σου, κάθε πρωί
που θα ξυπνάς θα πίνεις μια κουταλιά της σούπας λάδι, γιατί ο παθός γιατρός·
-
ο παθός μαθός, αυτός που έπαθε κάτι κακό από σφάλμα του απέκτησε την
πείρα, ώστε να μην το ξαναπάθει ή να μπορεί να συμβουλέψει άλλους, που
βρίσκονται σε ανάλογη δυσάρεστη θέση: «θα σου πως εγώ τι θα κάνεις για να
ξεπεράσεις ανώδυνα αυτή την περίπτωση, γιατί ο παθός μαθός».