πάθημα, το, ουσ. [<αρχ. πάθημα], οτιδήποτε κακό ή δυσάρεστο
παθαίνει κάποιος, το ατύχημα, η αποτυχία: «είχε τόσα παθήματα κι ακόμα δεν
έβαλε μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: τι μας καυχιέσαι και μας λες τα κατορθώματά
σου, αφού βουίζει ο ντουνιάς με τα παθήματά σου)·
-
τα παθήματα μαθήματα ή το πάθημα μάθημα, βλ. φρ. ο παθός
μαθός, λ. παθός·
-
το πάθημα μου έγινε μάθημα, από τη στιγμή που έπαθα κάτι κακό, μπορώ να
προφυλαχτώ, όταν βρεθώ σε παρόμοια δύσκολη θέση ή μπορώ να συμβουλέψω άλλους
που βρίσκονται σε ανάλογη δυσάρεστη θέση: «τη προηγούμενη φορά που οδηγούσα
μεθυσμένος έπεσα πάνω σε μια κολόνα, κι έτσι δεν οδηγώ ξανά μεθυσμένος, γιατί
το πάθημα μου έγινε μάθημα». (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι αυτό το πάθημα να
σου γίνει μάθημα. Αυτό που έπαθες, μην το ξεχάσεις κι απ’ την οδό Αθηνάς να
μην ξαναπεράσεις).