παγωμένος, -η, -ο, επίθ. [μτχ. του ρ. παγώνω],
παγωμένος. 1. που είναι φοβισμένος, τρομοκρατημένος: «μόλις σηκώθηκε ο
άλλος και κινήθηκε εναντίον του με το μαχαίρι στο χέρι, έμεινε να τον κοιτάζει
παγωμένος». 2. που έχει πολύ ψυχρή συμπεριφορά, που δεν είναι
διαχυτικός, που δεν είναι θερμός, που του λείπει το συναίσθημα, που είναι
ανέκφραστος: «παγωμένο βλέμμα || παγωμένο χαμόγελο». 3. που δεν ξέρει τι
να πει ή πώς να ενεργήσει: «όση ώρα μιλούσε ο άλλος, αυτός τον κοιτούσε
παγωμένος». 4. που είναι απελπισμένος: «καθόταν παγωμένος σε μια γωνιά
και δεν ήθελε ν’ ακούσει κουβέντα από κανέναν». 5. το θηλ. ως ουσ. η
παγωμένη, συνήθως η παγωμένη μπίρα: «πιάσε μια παγωμένη και κάνε το
λογαριασμό»·
-
παγωμένες πιστώσεις, α. πιστώσεις που δε θα εξοφληθούν, που δε θα
πληρωθούν: «κάθε κυβέρνηση, λίγο πριν απ’ τις εκλογές, μεταφέρει τ’ αγροτικά
χρέη στις παγωμένες πιστώσεις». β. (ειρωνικά) δανεικά χρήματα που
ξέρουμε πως δε θα μας επιστραφούν: «ήξερα πως τα λεφτά που του δάνεισα θα
πήγαιναν στις παγωμένες πιστώσεις, αλλά του τα ’δωσα, μόνο και μόνο επειδή
είναι συμπαθητικός άνθρωπος».