άξιος,
-ια, -ιο, επίθ.
[<αρχ. ἄξιος], άξιος. 1. που έχει αξία, που αξίζει, που είναι ικανός
ή κατάλληλος για κάτι, που αξίζει κάτι, ιδίως κάποια διάκριση, κάποιο βραβείο,
κάποιον έπαινο: «είναι άξιος οικογενειάρχης || είναι άξιος γιατρός || είναι
άξιος γι’ αυτή τη θέση || είναι άξιος συγγραφέας για να πάρει αυτό το
βραβείο». 2. ως επαναλαμβανόμενο επιφώνημα επιδοκιμασίας άξιος!
άξιος! ακούγεται από εκκλησίασμα που επικροτεί την ικανότητα, τη
θρησκευτικότητα ή το ήθος κάποιου μητροπολίτη κατά την ενθρόνισή του. Αντίθ. ανάξιος!
ανάξιος! (Ακολουθούν 15 φρ.)·
-
άξια χέρια, βλ. λ. χέρι·
-
άξιο παλικάρι, βλ. λ. παλικάρι·
- άξιος
ο μισθός του, βλ. λ. μισθός·
- δε
σ’ έχω άξιο να…, δε σε θεωρώ άξιο να κάνεις ή να καταφέρεις κάτι: «δε σ’
έχω άξιο να κόψεις το ποτό || δε σ’ έχω άξιο να κόψεις το τσιγάρο || δε σ’ έχω
άξιο να φέρεις σε πέρας αυτή τη δουλειά». Συνών. δε σ’ έχω ικανό να(…)·
- είναι
άξιο λόγου, βλ. λ. λόγος·
- είναι
άξιο παιδί (τέκνο) του πατέρα του, βλ. λ. παιδί·
- είναι
άξιος για όλα, α. ενεργεί χωρίς δισταγμούς ή ηθικούς ενδοιασμούς:
«έχε το νου σου μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι άξιος για όλα». β.
μετά από κάποια καθοριστική επιτυχία του είναι ικανός να πετύχει τα πάντα:
«αφού απ’ το τίποτα μπόρεσε κι έγινε διευθυντής, είναι άξιος για όλα αυτός ο
άνθρωπος»·
- είναι
άξιος λόγου, βλ. λ. λόγος·
- είναι
άξιος της μοίρας του! βλ. λ. μοίρα·
- είναι
άξιος της τύχης του! βλ. λ. τύχη·
- είναι
κόπου άξιο, βλ. λ. κόπος·
- είναι
λόγου άξιο, βλ. λ. λόγος·
- η
γυναίκα και το άλογο θέλουν άξιο καβαλάρη, βλ. λ. καβαλάρης·
- οι
όμορφες γυρεύονται κι οι άξιες παινεύονται, βλ. λ. παινεύομαι·
- πάντα
άξιος! (άξια!), ευχή που δίνεται μετά την τελετή του μυστηρίου στο νονό ή
τη νονά, που βάφτισε ένα νήπιο ή στον κουμπάρο ή την κουμπάρα, που πάντρεψε ένα
ζευγάρι, να είναι πάντα άξιοι για παρόμοιες ενέργειες.